Nέα παράταση για το μάρκετ τεστ του ελληνο-βουλγαρικού αγωγού αερίου (IGB) ζήτησε από τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Ελλάδας και της Βουλγαρίας η εταιρία που προωθεί τον αγωγό, η ICGB, όπως ανέφεραν έγκυρες πηγές.
Η προθεσμία για την υποβολή των οριστικών προσφορών δέσμευσης χωρητικότητας στον ελληνο-βουλγαρικό αγωγό, η δεύτερη φάση του μάρκετ τεστ, έληγε χθες.
Πληροφορίες ανέφεραν, ότι η παράταση - τουλάχιστον για ένα μήνα - έχει ζητηθεί από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, καθώς έχουν προστεθεί και άλλοι υποψήφιοι πέραν των αρχικών που είχαν λάβει μέρος στη πρώτη φάση του μάρκετ τεστ και χρειάζονται περισσότερο χρόνο προετοιμασίας. Κύκλοι της αγοράς υπογράμμιζαν πάντως και την πολιτική ρευστότητα στη Βουλγαρία μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών
Ωστόσο οι διαδοχικές παρατάσεις- η τελευταία αναβολή είχε δοθεί στις 31 Οκτωβρίου με την καταληκτική προθεσμία να παρατείνεται ως το τέλος Νοεμβρίου- δημιουργούν και έναν προβληματισμό σε σχέση με το αν υπάρχει επαρκές εμπορικό ενδιαφέρον για το αέριο που θα μεταφέρει ο αγωγός. Αλλωστε δεν ήταν λίγες οι δυσκολίες για την εύρεση υποψηφίων κατά την πρώτη φάση του μάρκετ τεστ, που αφορούσε στην εκδήλωση ενδιαφέροντος.
Οι πολιτικές εξελίξεις περιπλέκουν την κατάσταση δεδομένου ότι ο νέος εκλεγείς πρόεδρος θεωρείται ότι έχει φιλο-ρωσικό προσανατολισμό, ενώ ο IGB είναι ένα έργο, που προωθείται με την πολιτική στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ, ακριβώς για να «σπάσει» το ρωσικό μονοπώλιο στο αέριο.
Ο αγωγός IGB, ο οποίος αποτελεί την πύλη εισόδου του αερίου στον λεγόμενο «Kάθετο Διάδρομο», το σχέδιο της ΕΕ για τη διασύνδεση των συστημάτων αερίου της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας ενδεχομένως της Ουγγαρίας, της Ουκρανίας και των χωρών της Βαλτικής, είναι έργο που συνδέεται άμεσα με την προοπτική κατασκευής του πλωτού τερματικού υγροποιημένου αερίου (LNG) στην Αλεξανδρούπολη,
Πρόκειται για πρότζεκτ που προωθούν οι εταιρίες Gastrade, του ομίλου Κοπελούζου, η ΔΕΠΑ, ενώ εμπλέκεται η αμερικανική Cheniere και βουλγαρικές εταιρίες. Την περίοδο αυτή διεξάγονται διαπραγματεύσεις για το πολυμετοχικό σχήμα που θα αναλάβει την υλοποίηση του πρότζεκτ, με κάθε εταίρο να συμμετέχει στη χρηματοδότησή του ανάλογα με το μερίδιό του στο μετοχικό κεφάλαιο. Το συνολικό κόστος της επένδυσης υπολογίζεται σε 480 εκατ. ευρώ και σχεδιάζεται να καλυφθεί από τρεις πηγές χρηματοδότησης, τραπεζικό δανεισμό, ίδια συμμετοχή και την επιχορήγηση από ευρωπαϊκούς πόρους με κονδύλια από το πρόγραμμα CEF ή το ΕΣΠΑ κλπ.