Η μετάβαση στο νέο αναπτυξιακό πρότυπο καθυστερεί σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας (ΚΕΕΕ), Κωνσταντίνο Μίχαλο, ο οποίος σε υπόμνημά του προς τον πρωθυπουργό και τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στο ελληνικό κοινοβούλιο, υπογραμμίζει ότι οι εξαγωγές αγαθών, που οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένες, η, δε, βιομηχανική παραγωγή δεν ανακτά τη δυναμική της και η επενδυτική δραστηριότητα περιορίζεται…
Συγκεκριμένα, ο κ.Μίχαλος, παραθέτοντας τις προτάσεις της Επιμελητηριακής κοινότητας την ελληνική οικονομία ενόψει της ΔΕΘ, τονίζει ότι η μέχρι τώρα υποχώρηση της ύφεσης έχει στηριχθεί κυρίως στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, κυρίως στον τομέα του τουρισμού, καθώς και στην ελαφρά ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σημειώνει, ωστόσο, πως τα προβλήματα που εμποδίζουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υφίστανται, καθώς, η εμμονή στην πολιτική της εξάλειψης των ελλειμμάτων και της μείωσης του πληθωρισμού που επιβάλλει η Γερμανία στο σύνολο της ΕΕ και κατ' επέκταση και στη χώρα μας, εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενισχύουν την ανεργία.
Για να βγει, λοιπόν, οριστικά η Ελλάδα από την κρίση, αλλά και για να επιστρέψει η ΕΕ σε αναπτυξιακή τροχιά, ο κ.Μίχαλος ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι αρκετή η επίτευξη δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά, απαιτείται μια συνολική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, προς ενίσχυση της ρευστότητας στην ευρωπαϊκή αγορά και την πραγματοποίηση παραγωγικών επενδύσεων. Ο ίδιος εκτιμά ότι για την αποφυγή ενός νέου δημοσιονομικού εκτροχιασμού στη χώρα μας και - κυρίως - για να αποκατασταθούν οι απώλειες που προκάλεσε η ύφεση, θα απαιτηθεί στα επόμενα χρόνια ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3%. Η δυναμική και διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα, απαιτεί, συνεπώς, και, την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εσωτερικό με αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δεν εκπορεύονται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και των δανειστών της. Χρειάζεται, έτσι, η ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο θα εστιάζει στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην καινοτομία και στην οικονομία της γνώσης. Κινητήριος μοχλός σε αυτό μοντέλο δεν μπορεί να είναι πλέον το κράτος, αλλά η εξωστρεφής και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα.
Ο Πρόεδρος της ΚΕΕΕ φέρνει ως παράδειγμα για το πρόβλημα της ρευστότητας, το ύψος των επιτοκίων που παραμένει απαγορευτικό. Σήμερα, μια μεγάλη ελληνική επιχείρηση πληρώνει για το δανεισμό της μέχρι και υπερδιπλάσιο επιτόκιο, σε σύγκριση με ανταγωνιστές της στον πυρήνα της ευρωζώνης, η εξοντωτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, αστάθεια και η πολυπλοκότητα του συστήματος, τα λάθη, οι αστοχίες και οι συνεχείς αλλαγές στην εφαρμογή των ρυθμίσεων, λειτουργούν αποτρεπτικά στην ανάληψη κάθε δραστηριότητας και το κόστος της ενέργειας εξακολουθεί να απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της εγχώριας βιομηχανίας. «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο στόχος για αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο 14-15% του ΑΕΠ, δεν είναι εφικτός», αναφέρεται χαρακτηριστικά, στο υπόμνημα. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσδοκίες και οι διεκδικήσεις του επιχειρηματικού κόσμου είναι σαφείς για διατήρηση πολιτικής σταθερότητας και διαμόρφωση ενός σαφούς εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, με μακρόπνοο προσανατολισμό για τις εξαγωγές τις επενδύσεις τις μεταρρυθμίσεις, το ΕΣΠΑ.
Συγκεκριμένα, η ΚΕΕΕ εισηγείται τα εξής:
-Nα δοθεί το ταχύτερο δυνατόν λύση στο θέμα των «κόκκινων δανείων» -μια λύση που θα παρέχει δυνατότητες αναδιάρθρωσης σε βιώσιμους κλάδους και επιχειρήσεις, αλλά κυρίως θα συμβάλει στην ουσιαστική αποκατάσταση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας.
-Nα επιταχυνθεί η αποπληρωμή των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες.
-Να εφαρμοσθεί νέα ρύθμιση για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, με βάση την πρόταση των Επιμελητηρίων, ήτοι, κεφαλαιοποίηση των μέχρι σήμερα ληξιπρόθεσμων οφειλών και αποπληρωμή τους σε μηνιαία βάση που να ισούται με το 1% του συνόλου της οφειλής.