Το μη μισθολογικό κόστος και τα επιτόκια δανεισμού αποτελούν τα βασικά προβλήματα για την προσέλκυση επενδύσεων. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθούν οι επενδυτές να τοποθετηθούν στην Ελλάδα όσο η χώρα διατηρεί σειρά από στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας και το ασφαλιστικό. Τα παραπάνω προκύπτουν από όσα δήλωσε o Γκέρχαρντ Κοχ πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Υποθέσεων Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων, στο πλαίσιο συνέντευξης που παραχώρησε στα Γραφεία του ΣΕΒ, μία ημέρα μετά τη συνεδρίαση, στην Αθήνα, της Επιτροπής Βιομηχανίας της ΒΕ. Ο ίδιος, χαρακτήρισε προϋπόθεση την ανταγωνιστική βιομηχανία για την ανάπτυξη και την επίλυση των κυριότερων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μέσα στην κρίση, καθώς, όπως είπε, μπορεί να συνεισφέρει σε νέες θέσεις εργασίας αλλά και σε βελτίωση του ΑΕΠ.Προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η βιομηχανία δύσκολα θα είναι ισχυρή και ανταγωνιστική χωρίς ένα φιλικό θεσμικό και οικονομικό περιβάλλον, που ενθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις εξαγωγές και την καινοτομία. «Για να επιτευχθούν αυτά, είναι απαραίτητη μια αποτελεσματική εθνική στρατηγική για την αναγέννηση της βιομηχανίας, με σαφείς ποσοτικούς στόχους και μηχανισμούς γρήγορης υλοποίησης. Αυτό που έχει σημασία, είναι να δημιουργηθεί ένας ενάρετος κύκλος παραγωγικής ανάπτυξης» ανέφερε.
Όσον αφορά την ενέργεια, εξήγησε ότι ενώ το κόστος παραγωγής στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές, οι τελικές τιμές έχουν μεγάλες αποκλίσεις, που, οφείλονται σε φόρους, τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις, μεταξύ των οποίων και οι επιδοτήσεις για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Η τιμή της κιλοβατώρας στην Ελλάδα, είναι 30% υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, ο οποίος είναι διπλάσιος από τις τιμές στις ΗΠΑ, υπογράμμισε ο κ.Κοχ. Ως προς το κόστος, εξ άλλου, του χρήματος επισήμανε ότι τα επιτόκια στην Ελλάδα κινούνται στο επίπεδο του 7% έναντι 2 έως 3% που ισχύουν στην ΕΕ. Όσο υπάρχει αυτή η απόσταση, είναι δύσκολο να επενδύσει κανείς στην Ελλάδα και να είναι ανταγωνιστικός, συνέχισε, με νόημα...
Βάσει των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, το 87,7% των εξαγωγών αγαθών είναι βιομηχανικά προϊόντα αξίας 22,3 δις ευρώ. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κρίσης (2009-2015) η βιομηχανία προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 23 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ συνεισφέρει το 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Τις θέσεις του ΣΕΒ για τη βιομηχανική πολιτική παρουσίασαν ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Συνδέσμου, Κωνσταντίνος Μπίτσιος και ο γενικός διευθυντής, Άκης Σκέρτσος. Στο specialreport του ΣΕΒ με τίτλο «Περισσότερη βιομηχανία για νέες και καλύτερες δουλειές», διαπιστώνεται ότι στη χώρα μας, η συνεχής εγκατάλειψη της μεταποίησης έχει ριζώσει στην νοοτροπία της Πολιτείας, στους νόμους και το δημόσιο διάλογο, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της μεταποιητικής βάσης. Όμως η ελληνική βιομηχανία επέδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα μέσα στην κρίση και πλέον παρουσιάζει σημαντικά πιο θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθαρών επενδύσεων και αύξησης θέσεων απασχόλησης και μισθών από την υπόλοιπη οικονομία. Λόγω των υψηλών πολλαπλασιαστικών επιδράσεών της, η συμβολή της παραμένει καθοριστική. Οι μεταποιητικές δραστηριότητες δημιούργησαν το 9,9% περίπου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) το 2016 (ή στο 8,6% του ΑΕΠ), ενώ ο ευρύτερος βιομηχανικός τομέας (μεταποίηση, εξόρυξη, ενέργεια, κτλ) δημιουργεί το 13,8% της ΑΠΑ, με €20,5 δισ. άμεσα, ακόμα και μέσα στην κρίση. Το 87,7% των εξαγωγών αγαθών είναι βιομηχανικά προϊόντα (αξίας €22,3 δισ.) ή το 42,1% των συνολικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, της ναυτιλίας των μεταφορών, κλπ.) μέσα από εξαγωγές σε 181 χώρες. Επίσης, δημιουργεί απασχόληση σε περίπου 1,2 εκ. εργαζόμενους (άμεση, έμμεση και προκαλούμενη). Δηλαδή, 1 στους 4 εργαζομένους απασχολείται σε βιομηχανικές δραστηριότητες ή σε δραστηριότητες που οφείλονται στη βιομηχανία. Τέλος συνεισφέρει το 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, ενώ ακόμα και μέσα στην κρίση πραγματοποίησε €27 δισ. επενδύσεις (2009-2016).
«Φυσικά, μένουν ακόμη πολλά να γίνουν», λένε οι αναλυτές. Η χώρα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης (κάτω του 9% στο ΑΕΠ έναντι 15% του ευρωπαϊκού μ.ο) αλλά η Πολιτεία εξακολουθεί να μην έχει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση βιομηχανικής πολιτικής και συγκεκριμένο εθνικό στόχο για την ανάπτυξη της. Για τους υπογράφοντες 27 βιομηχανικούς συνδέσμους, ένα εθνικό σχέδιο είναι απαραίτητο για τη σταδιακή σύγκλιση της βιομηχανίας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άμεση προτεραιότητά είναι η δέσμευση όλων στην αύξηση της συμμετοχής της μεταποίησης στο 12% του ΑΕΠ έως το 2020 και στο 15% μεσοπρόθεσμα. Η υιοθέτηση του Εθνικού Στόχου πρέπει να γίνει με ευρεία συναίνεση και να υπηρετείται με συνέπεια ανεξαρτήτως εκλογικών κύκλων και πολιτικών αλλαγών. Επιπρόσθετα, η βιομηχανική στρατηγική και ο ποσοτικός στόχος πρέπει πλέον να αποτελούν δομικά στοιχεία του Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου της χώρας. Απαραίτητη είναι κατά τον ΣΕΒ, η σύσταση Υπουργείου Βιομηχανίας με συγκέντρωση όλων των κατακερματισμένων αρμοδιοτήτων των υπουργείων. «Αν συμφωνούσαμε και εφαρμόζαμε ένα συνεκτικό πλαίσιο βιομηχανικής αναγέννησης, τότε θα δημιουργούσαμε σταδιακά, άμεσα και έμμεσα, 550.000 νέες θέσεις εργασίας και θα είχαμε επιπλέον 15.000 μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Η μέση αμοιβή εργαζομένου θα ήταν έως και διπλάσια στη μεταποίηση και στις συνδεδεμένες υπηρεσίες. Συνεπώς θα είχαμε έως και €30δις το χρόνο παραπάνω επενδύσεις, και το κράτος θα εισέπραττε, σε ετήσια βάση, σημαντικά υψηλότερα έσοδα, (λόγω της αύξησης της φορολογητέας ύλης). Με τα δεδομένα αυτά, θα διπλασιάζαμε το κατά κεφαλή ΑΕΠ και θα μετατρέπαμε το Brain Drain σε Brain Gain», καταλήγει το special report.