Τα προβλήματα που κληροδοτεί η κρίση, αλλά και οι διαρθρωτικές προκλήσεις μετά το τέλος του προγράμματος, είναι πολλά και σημαντικά και δεν επιτρέπουν εφησυχασμό από κανέναν, ούτε πισωγύρισμα σε πολιτικές του παρελθόντος, που έβλαψαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Aυτό τόνισε ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, κατά τη συνάντησή του με ομάδα ευρωπαίων δημοσιογράφων, που φιλοξενεί στη χώρα μας το γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. "Βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο" είπε ο κ. Φέσσας. "Μένουν βεβαίως να γίνουν πολλά για να καλύψουμε την απόσταση που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη". Ο ίδιος επισήμανε ότι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η αναγκαία προσαρμογή στο δημοσιονομικό πεδίο και βασικές ανισορροπίες έχουν πλέον αποκατασταθεί. Παρά τις δυσκολίες, ορισμένες μεταρρυθμίσεις - όπως π.χ. στον τομέα της αγοράς εργασίας - έχουν αρχίσει να αποδίδουν, σημείωσε. Ο κ. Φέσσας έδωσε έμφαση στα πρόσθετα προβλήματα που μας κληροδότησε η αναποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, όπως είναι η υπερφορολόγηση ιδιαίτερα στην εργασία, το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), η ανεπαρκής εθνική αποταμίευση και η συνακόλουθη μείωση των επενδύσεων. Στις βασικές προκλήσεις που καλούμαστε να διαχειριστούμε για μια βιώσιμη έξοδο από την κρίση προσέθεσε την ενίσχυση του μεριδίου του τομέα των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στην ελληνική οικονομία, με έμφαση στη βιομηχανία και μεταποίηση, τη διατήρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα, τη βελτίωση της απόδοσης του εκπαιδευτικού συστήματος και ανάπτυξη δεξιοτήτων αιχμής και την αναστροφή της μετανάστευσης πολύτιμου ανθρωπίνου κεφαλαίου (brain drain).
«Κάντε την υπέρβαση»
Την ίδια ώρα, έκκληση προς τους συνδικαλιστικούς φορείς να κάνουν την υπέρβαση και να νοιάζονται και για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων του παραγωγικού και ανταγωνιστικού τομέα της οικονομίας (διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών), κάνει ο ΣΕΒ. Στο εβδομαδιαίο ενημερωτικό του, σημειώνει ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις δίνουν διατηρήσιμες και καλές θέσεις εργασίας και αμοιβές στους εργαζόμενους, σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία, γι’ αυτό και τα σωματεία δεν πρέπει να τις οδηγούν, «όπως στο παρελθόν, στην απαξίωση μέσω μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων πέραν της κοινής λογικής και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος των εργαζομένων». Ήδη, υπενθυμίζεται πως ο ΣΕΒ έχει θέσει μια σειρά από μη μισθολογικά ζητήματα, πέραν μιας συμφωνίας επί των κατευθυντήριων γραμμών για αποτελεσματικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, προς συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, που αφορούν στην εποχή μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018.
Οι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η απόδοση παγίου κεφαλαίου, η οποία κατέρρευσε το 2009 λόγω της παγκόσμιας κρίσης - και η οποία έχει αρχίσει να βελτιώνεται έκτοτε - είναι και σήμερα ακόμη κάτω από τα επίπεδα της προ κρίσης περιόδου. Παρ’ όλα αυτά, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν σταματήσει να επενδύουν στην ελληνική οικονομία. Σε σταθερές τιμές 2010, οι μέσες ετήσιες επενδύσεις της μεταποίησης, στη δεκαετία της ευημερίας με δανεικά, ανήλθαν προ κρίσης σε €2,6 δισ., όσο περίπου και την περίοδο των Μνημονίων, της προσαρμογής και της μεγάλης ύφεσης. Το 2016, οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανήλθαν σε €3,1 δισ., που είναι το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας, αυξανόμενες με μέσο ετήσιο ρυθμό +15,7% από το 2013 και μετά. Η εικόνα αυτή, όμως, όπως τονίζεται αρμοδίως, δεν αναδεικνύεται στη μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ για το κόστος εργασίας και τα περιθώρια κέρδους στα χρόνια των Μνημονίων. «Αντιθέτως, επιλέγεται μια «ξύλινη» και δογματική ερμηνεία του τρόπου λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων, στη βάση των εξελίξεων στα εισοδηματικά μερίδια εργασίας και κεφαλαίου (δίκην οικονομικού αυτοματισμού). Σύμφωνα με τη διανεμητική αυτή λογική, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας (που το αντίστροφο του αποτυπώνει κατά προσέγγιση το μερίδιο των κερδών) πρέπει να παραμένει σταθερό, με τις τιμές να αυξομειώνονται ώστε να αντανακλούν πλήρως τις μεταβολές στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος». Κάτι τέτοιο, όμως, υποστηρίζει ο Σύνδεσμος, παραβλέπει το γεγονός ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις δεν έχουν έλεγχο πάνω στις τιμές των προϊόντων που παράγουν για εξαγωγές ή υποκατάσταση εισαγωγών, αφού οι τιμές αυτές καθορίζονται στις διεθνείς αγορές. Επίσης, συνεχίζουν οι αναλυτές, εγκαλούνται οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να μειώσουν τις τιμές των προϊόντων τους τώρα που πέφτει το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ώστε να κερδίσουν μερίδιο αγοράς, λησμονώντας την τεράστια αύξηση των αμοιβών της εργασίας κατά 50,4% στη δεκαετία 2000-2010, όταν η παραγωγικότητα της εργασίας μειωνόταν κατά -1,4%. Αυτό, καταλήγουν, ήταν αποτέλεσμα συνεχών αυξήσεων των μισθολογικών αμοιβών, κάτω από ένα στρεβλό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε τις μεταποιητικές επιχειρήσεις σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας (καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να περάσουν τις αυξήσεις στο εργατικό κόστος στις τιμές), σε συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής, σε τεράστια ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας και, εν τέλει, στην κρίση χρέους…