Πτώση 7% στη συνολική ζήτηση ηλεκτρισμού στην ΕΕ έφερε ο Covid-19 το πρώτο εξάμηνο του έτους, περίοδο κατά την οποία πάντως το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ξεπέρασε για πρώτη φορά στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής όλα τα άλλα καύσιμα, το φυσικό αέριο, τον άνθρακα και το πετρέλαιο.
Η αιολική, η ηλιακή, η υδροηλεκτρική ενέργεια και η βιοενέργεια παρήγαγαν το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας των 27 κρατών -μελών κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, υπερβαίνοντας την παραγωγή από ορυκτά καύσιμα, η οποία έμεινε στο 34%, σύμφωνα με την Ember, ένα ανεξάρτητο think tank για το Κλίμα, με έδρα το Λονδίνο.
Ως αποτέλεσμα, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τον τομέα της ενέργειας στην ΕΕ μειώθηκαν περίπου 23% κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2020.
Η παραγωγή από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας αυξήθηκε κατά 11%, κυρίως λόγω των αιολικών και ηλιακών εγκαταστάσεων που παρήγαγαν το 21% της ευρωπαϊκής ηλεκτρικής ενέργειας, σε μία περίοδο βέβαια κατά την οποία η ζήτηση ήταν εξαιρετικά μειωμένη λόγω της πανδημίας και των lockdown. Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες η παραγωγή των ΑΠΕ και η συμμετοχή τους στο ενεργειακό μείγμα αποτελεί ρεκόρ.
Υπήρξαν χώρες όπως η Δανία όπου το 64% της ηλεκτρικής ενέργειας παρήχθη από αιολική και ηλιακή ενέργεια.
Στην Ελλάδα το μερίδιο των ΑΠΕ τον Ιούνιο έφθασε στο 26,48% (διασυνδεδεμένο σύστημα) χωρίς στο ποσοστό αυτό να συμπεριλαμβάνεται η παραγωγή των μεγάλων υδροηλεκτρικών της ΔΕΗ, που κάλυψαν το 7,43% του φορτίου, με βάση τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Συνδυαστικά, το μερίδιο των ΑΠΕ και των υδροηλεκτρικών αγγίζει το 34%, ελάχιστα κάτω από την ηλεκτροπαραγωγή με φυσικό αέριο, που ήταν στην πρώτη θέση με μερίδιο αγοράς 35, 56%. Το μερίδιο του λιγνίτη υποχώρησε στο 5,64%, ενώ πριν από λίγα χρόνια το ποσοστό ήταν διψήφιο, λίγο κάτω από το 20%.
Συνολικά, στο πρώτο εξάμηνο η εγχώρια παραγωγή από λιγνίτη μειώθηκε κατά 48%, σύμφωνα με την ανάλυση της Ember.
Στην Ιρλανδία και τη Γερμανία το μερίδιο των ΑΠΕ έφθασε στο 49% και στο 42%, αντίστοιχα.
Παρότι τα ηλεκτρικά δίκτυα ανταποκρίθηκαν καλά στην αύξηση ρεκόρ των αιολικών και των φωτοβολταϊκών, οι αρνητικές τιμές ηλεκτρισμού που καταγράφηκαν στα χρηματιστήρια ενέργειας κατά τη διάρκεια κάποιων ημερών καταδεικνύουν μία ανελαστικότητα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που θα πρέπει να διορθωθεί, επισημάνει η Ember στη σχετική ανάλυσή της.
Η άνοδος των ΑΠΕ στην πρώτη θέση της κατάταξης στο ευρωπαϊκό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής σηματοδοτεί μια «συμβολική στιγμή» στην πορεία μετάβασης του ευρωπαϊκού τομέα ηλεκτρικής ενέργειας, αναφέρει η Ember, επισημαίνοντας ότι πριν από εννέα χρόνια, τα ορυκτά καύσιμα παρήγαγαν διπλάσια ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ από τις ανανεώσιμες πηγές.
Συνολικά στην ΕΕ η παραγωγή ηλεκτρισμού από ορυκτά καύσιμα μειώθηκε κατά 18%. Ο άνθρακας είχε τις μεγαλύτερες απώλειες, με την παραγωγή να μειώνεται σε κάθε χώρα όπου αποτελεί καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής.
Στην Πορτογαλία η ανθρακική ηλεκτροπαραγωγή μειώθηκε κατά 95%, ενώ καταγράφηκαν και παρατεταμένες περίοδοι χωρίς καθόλου παραγωγή από άνθρακα. Πρόσφατα η Λισσαβόνα ανακοίνωσε την επίσπευση κατά δύο χρόνια, ως το τέλος του 2021 της απόσυρσης όλων των ανθρακικών μονάδων. Στην Ελλάδα, η ΔΕΗ έχει δεσμευτεί ότι θα αποσύρει όλες τις λιγνιτικές της μονάδες ως το τέλος του 2023. Η μόνη εξαίρεση είναι η υπό κατασκευή “Πτολεμαϊδα 5”, η οποία θα συνεχίσει να λειτουργεί με λιγνίτη ως το 2028.
Στην Ισπανία, η ηλεκτροπαραγωγή από άνθρακα μειώθηκε κατά 58%, ακόμα και πριν το τέλος Ιουνίου, όταν έληξε η προθεσμία για το σβήσιμο του ½ των ανθρακικών μονάδων της χώρας.
Στη Γερμανία, ο άνθρακας ήταν το καύσιμο που επηρεάστηκε περισσότερο από τη μείωση της ζήτησης και είδε τη μεγαλύτερη πτώση σε απόλυτους όρους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Πολωνία να ανέβει στη πρώτη θέση της ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα εντός ΕΕ, ενώ την τρίτη θέση κατέχει η Τσεχία.
Πτώση 6% εμφάνισε και η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριοστην ΕΕ , με σημαντικές μειώσεις παραγωγής να σημειώνονται σε 11 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας και της Ιταλίας. Εκτός από την πανδημία, που μείωσε τη ζήτηση και κατά συνέπεια και την παραγωγή ηλεκτρισμού από τις θερμικές μονάδες, ρόλο έπαιξαν και οι κλιματολογικές συνθήκες, με τον σχετικά ήπιο χειμώνα, το υψηλότερο αιολικό δυναμικό και τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής αναλυτή της Ember κ Dave Jones η ανέλιξη των ΑΠΕ στην πρώτη θέση της ευρωπαϊκής ηλεκτροπαραγωγής και η εκτόπιση των ορυκτών καυσίμων ήταν «αναπόφευκτη» αφού ήδη από το 2019 τα αιολικά και ταφωτοβολταϊκά είχαν παράγει περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από τον άνθρακα. Κατά την εκτίμησή του ο COVID-19 επιτάχυνε τη μετάβαση πιθανώς κατά δύο χρόνια και η τάση αυτή μπορεί να συνεχιστεί , αφού κάθε χρόνο περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνδέονται με το δίκτυο. Ακόμα και αν το 2020 λόγω της πανδημίας ο ρυθμός των νέων εγκαταστάσεων ΑΠΕ επιβραδυνθεί, η μακροχρόνια τάση υπέρ των ΑΠΕ δεν αλλάζει, καταλήγει η έρευνα της Ember, υπογραμμίζοντας και τη σημασία της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την κατεύθυνση αυτή.