Mία από τις χειρότερες χρονιές για τη βιομηχανία πετρελαίου ήταν το 2020. Παρότι, δεν είναι η πρώτη φορά που η πετρελαϊκή αγορά βιώνει μία κρίση, οι αυξομειώσεις που παρουσίασαν οι τιμές φέτος, μία πρωτοφανή χρονιά, τελείως απρόβλεπτη όπως εξελίχθηκε με την πανδημία του κορωνοϊού και τα lockdown, οι διακυμάνσεις στις τιμές ήταν από τις μεγαλύτερες και τις πιο απότομες.
Δύκολες εποχές για το πετρέλαιο, όπως αναφέρουν αναλυτές στο Forbes, ήταν επίσης το 2015, το 1985 ή και κάποια από τα χρόνια της δεκαετίας του 1970.
Όμως η σύγκριση μεταξύ του 2020 και του 1985 φαίνεται να παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου που σημάδεψε αυτές δύο χρονιές, είχε μία κοινή αφετηρία: Την προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας να πλημμυρίσει την παγκόσμια αγορά με αργό πετρέλαιο με στόχο την ανάκτηση του χαμένου μεριδίου αγοράς αλλά και την επιβράδυνση της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας παραγωγής υδρογονανθράκων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πέρα από την πανδημία του COVID-19 και τη διαταραχή που έφερε στις αγορές, ένας άλλος παράγων που συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην κατάρρευση του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές την περασμένη άνοιξη ήταν ο πόλεμος τιμών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας που ξέσπασε στις 4 Μαρτίου, αφήνοντας μετέωρη τη συμμαχία του «ΟΠΕΚ +» (στην οποία εκτός από τις αραβικές χώρες μετέχουν η Ρωσία και άλλοι πετρελαιοπαραγωγοί) και βυθίζοντας σε υπαρξιακή κρίση πολλές εταιρείες. Η κατάρρευση του ΟΠΕΚ + διήρκεσε μόνο λίγες εβδομάδες, πρόλαβε όμως να οδηγήσει τον Απρίλιο τις τιμές σε επίπεδα κάτω του μηδενός, με το West Texas Intermediate (πετρέλαιο αναφοράς στις ΗΠΑ) να υποχωρεί στα - 37,63 $ ανά βαρέλι.
Η βουτιά στις τιμές προκλήθηκε από τους φόβους των traders ότι οι χώροι αποθήκευσης αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ θα γεμίσουν εντελώς τον Μάιο, εν μέσω αναφορών περί άφιξης ενός στόλου πετρελαιοφόρων από τη Σαουδική Αραβία φορτωμένα με 50 εκατομμύρια βαρέλια, αργού και προορισμό διυλιστήρια των ΗΠΑ. Οι πληροφορίες αυτές αποδείχτηκαν αργότερα ότι δεν ήταν ακριβείς, αλλά το κακό είχε γίνει. Οι ζημιές δεν περιορίστηκαν μόνον στις εταιρίες παραγωγής πετρελαίου αλλά έπληξαν και τις εταιρίες διύλισης, όπως και τις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών που είδαν τη ζήτηση να καταρρέει, ειδικά στα αεροπορικά καύσιμα.
Όλα αυτά δε συνέβησαν σε μία χρονιά, κατά την οποία η Ευρώπη επαναβεβαίωσε την πολιτική της για την κατάργηση των ορυκτών καυσίμων ως το 2050, θεσπίζοντας ακόμα πιο αυστηρούς περιορισμούς για τις εκπομπές διοξειδίου ου άνθρακα ως το 2030 και με την εκλογή ενός νέου προέδρου στις ΗΠΑ, του Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έχει ταχθεί υπέρ των πολιτικών για το Κλίμα, υποσχόμενος να εφαρμόσει πιο αυστηρές περιβαλλοντικές πολιτικές σε όλες τις δραστηριότητες της βιομηχανίας πετρελαίου και φυσικού αερίου στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, τους τελευταίους μήνες του 2020 οι τιμές του πετρελαίου σημείωσαν σταθερή ανοδική πορεία και το West Texas Intermediate ξεπέρασε πρόσφατα τα 48 δολ/βαρέλι για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο.
Οι εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ έφτασαν σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου και το λιμάνι του Corpus Christi, όπως και άλλα λιμάνια συνεχίζουν να αναπτύσσουν τερματικά εξαγωγής LMG, δείχνοντας ότι το επιχειρηματικό ενδιαφέρον παραμένει ενεργό. Κάποιες από τις εξέδρες άντλησης πετρελαίου/αερίου που είχαν κλείσει μαζικά την άνοιξη και το καλοκαίρι, ενεργοποιήθηκαν και πάλι. Βέβαια ο αριθμός που λειτουργεί σήμερα δεν είναι παρά ένα κλάσμα των μονάδων που βρίσκονταν σε λειτουργία στις αρχές του 2020. Ακόμα όμως και με τα δεδομένα αυτά, όπως γράφουν αναλυτές στο Forbes παραμένει ένα περιθώριο αισιοδοξίας για την πορεία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου το 2021.
Το είδος της ανάκαμψης που εμφάνισαν οι τιμές του πετρελαίου στα τέλη του 2020 δεν ήταν ένα φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί στο πετρελαϊκό κραχ του 1985. Η κατάρρευση της πετρελαϊκής βιομηχανίας που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά συνεχίστηκε καθ 'όλη τη διάρκεια του 1986 και οι συνέπειες παρέμεναν ως το τέλος εκείνης της δεκαετίας. Σε αντίθεση με το 1985, η δυναμική που εμφάνισε το πετρέλαιο τους τελευταίους μήνες του 2020 αφήνει μία χαραμάδα ελπίδας για το επόμενο χρονικό διάστημα, που δεν υπήρχε στη βιομηχανία του κλάδου πριν από 35 χρόνια.