Με βάση την ακτινογραφία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής το ιδιωτικό χρέος διαρθρώνεται ως εξής:
- 108,1 δισ. ευρώ, αφορούν οφειλές στην εφορία,
- 58,1 δισ. ευρώ, δάνεια προς στις τράπεζες
- 38,9 δισ. ευρώ, στις εγχώριες εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ).
- 37,5 δισ. ευρώ εισφορές και τέλη προς τα ασφαλιστικά ταμεία
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου δις φτάνοντας τα 341 δις ευρώ (205% του ΑΕΠ) τον Δεκέμβριο του 2020 και το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή χτυπάει καμπανάκι καθώς η εξυπηρέτησή του θα ασκήσει πιέσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα αφού αρθούν τα έκτακτα μέτρα μαζικών αγορών κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους για το 2020 η πανδημική κρίση επιδείνωσε τη μεσοπρόθεσμη εικόνα σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση (2019). Το αποτύπωμα θα είναι βαθύ στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο προβλέπεται να αυξηθεί από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε πάνω από 207% του ΑΕΠ το 2020. Ωστόσο, καθώς τα έκτακτα μέτρα που σχετίζονται με την πανδημία αναμένεται να είναι προσωρινά και η οικονομία αναμένεται να αρχίσει να ανακάμπτει το 2021, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει μια πτωτική τάση από το 2021.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπεται να κυμανθούν πάνω από το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια, προτού μειωθούν σε περίπου 13% του ΑΕΠ έως το 2060. Αυτό αντικατοπτρίζει πολύ μεγαλύτερες χρηματοδοτικές ανάγκες σε σχέση με την προηγούμενη ανάλυση, όπου αναμενόταν να παραμείνουν κάτω από το 10% του ΑΕΠ έως τις αρχές του 2030.
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα εξισωθούν με την προηγούμενη ανάλυση. Επισημαίνεται ότι στην αναθεωρημένη ανάλυση έχουν τροποποιηθεί σημαντικά οι υποθέσεις τόσο για τους ρυθμούς μεγέθυνσης όσο και για τα επιτόκια αναχρηματοδότησης του χρέους προς το ευνοϊκότερο.
Ειδικότερα, για τη μακροχρόνια περίοδο (2030-2060) ο προβλεπόμενος ρυθμός πραγματικής μεγέθυνσης έχει αυξηθεί κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (από 1 σε 1,5%) και το προβλεπόμενο επιτόκιο έχει μειωθεί κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες (από 4,1% σε 3,4%). Και οι δύο παράμετροι είναι ιδιαίτερα καθοριστικές για την εξέλιξη του χρέους και των χρηματοδοτικών αναγκών.