Πιο αναλυτικά, η ΕΛΕΤΑΕΝ σημειώνει τα εξής σε σημερινή της ανακοίνωση:
Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μιας νέας διελκυστίνδας αιτημάτων και πιέσεων για τη λήψη αποφάσεων ενάντια στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το εύρος των αιτημάτων αυτών εκτείνεται από την αναδρομική ακύρωση νόμιμων αδειοδοτημένων επενδύσεων και τον συλλήβδην αποκλεισμό των έργων Α.Π.Ε. από την «αυλή» του κάθε τοπικού παράγοντα ή πολιτικού έως την οικονομική επιβάρυνση των επενδύσεων Α.Π.Ε. μέσω νέων φόρων, όπως αυτός του αποκαλούμενου Μεταβατικού Τέλους Ασφάλειας Εφοδιασμού, που συνηθίσαμε να το λέμε Τέλος Διακοψιμότητας.
Οι νέες αυτές, λιγότερο ή περισσότερο άλογες, πιέσεις δεν είναι προφανώς συντονισμένες αλλά δεν είναι και τυχαίες. Οφείλονται στην σύγχυση που έχει προκαλέσει στην αγορά και στην κοινωνία, η απουσία ξεκάθαρης και δεσμευτικής πολιτικής θέσης της νέας Κυβέρνησης για τη στρατηγική ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το φαινόμενο του πώς χειρίζεται η Κυβέρνηση το Τέλος Διακοψιμότητας είναι ένα τυπικό και διδακτικό παράδειγμα:
1. Το σήμερα κυβερνόν κόμμα ήταν αντίθετο στην ψήφιση του Τέλους αυτού όταν η προηγούμενη Κυβέρνηση το έφερε και το ψήφισε με το νόμο 4203/2013. Παρόλα αυτά, τώρα που ανέλαβε την εξουσία φαίνεται ότι το προωθεί. Ελπίζουμε να μην είναι έτσι και να διαψευστούμε.
2. Η προώθηση της εφαρμογής του Τέλους γίνεται μέσω ενός πολυσέλιδου, επιστημονικοφανούς, σχεδίου Υπουργικής Απόφασης που άφησε παρακαταθήκη η προηγούμενη κυβέρνηση. Οι εντυπωσιακοί ορισμοί και οι περίτεχνοι μαθηματικοί τύποι του σχεδίου αυτού αποσκοπούν πιθανώς να συσκοτίσουν μια απλή αλήθεια: Η όλη εφαρμογή της Διακοψιμότητας είναι προσχηματική. Είναι ένα θέατρο σκιών όπου κάποιοι θα αμείβονται για υπηρεσία που δεν παρέχουν και κάποιοι θα πληρώνουν για υπηρεσία που δεν απολαμβάνουν. Άρα, επί της ουσίας μιλάμε για φόρο.
3. Με το προωθούμενο σχέδιο, οι Α.Π.Ε. αναλαμβάνουν το συντριπτικό βάρος του νέου αυτού φόρου. Δηλαδή αναλαμβάνουν το κόστος της Διακοψιμότητας, όταν όλοι δέχονται (περιλαμβανομένης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δεν φημίζεται για την αγάπη της για τις Α.Π.Ε.) ότι οι Α.Π.Ε. δεν πρέπει να αναλαμβάνουν τέτοιο κόστος εάν δεν υφίσταται μια αγορά εξισορρόπησης με επαρκή ρευστότητα όπου θα μπορούν να μετέχουν ισότιμα για να καλύπτουν το κόστος τους. Τέτοια αγορά στην Ελλάδα δεν υφίσταται.
4.Επί του παρόντος δεν υφίσταται πραγματική ανάγκη υπηρεσιών Διακοψιμότητας. Άλλωστε, κυρίως οι συμβατικές μονάδες και ειδικά οι ευέλικτες μονάδες του φυσικού αερίου μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες ευελιξίας ανάλογες με αυτές της Διακοψιμότητας. Για τις υπηρεσίες τους αυτές οι μονάδες φυσικού αερίου θα αμείβονται μέσω ενός νέου Μηχανισμού Ευελιξίας που είναι υπό διαμόρφωση. Το κόστος αυτού του νέου Μηχανισμού είναι σαφώς μικρότερο από το κόστος για Διαθεσιμότητα Ισχύος που εισέπρατταν όλα τα προηγούμενα χρόνια οι συμβατικές μονάδες.
Ταυτόχρονα, εάν πραγματικά υπάρξει ενεργοποίηση της Διακοψιμότητας τότε κατά το χρόνο αυτό οι ευέλικτες συμβατικές μονάδες θα παράσχουν λιγότερες υπηρεσίες και άρα θα αμειφθούν λιγότερο. Είναι προφανές ότι οι μειωμένες αυτές αμοιβές των συμβατικών μονάδων πρέπει να χρηματοδοτήσουν τη Διακοψιμότητα της Βιομηχανίας.
5. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι ο διαχωρισμός της ΣΥΘΗΑ από τις υπόλοιπες Α.Π.Ε. και η πρόταση υιοθέτησης για τη ΣΥΘΗΑ πολύ μικρότερου συντελεστή δεν είναι ούτε λογική ούτε δίκαιη. Εφόσον οι ΣΥΘΗΑ, και πολύ περισσότερο οι Κατανεμόμενες Μονάδες, θέλουν τον χαρακτηρισμό Α.Π.Ε. θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα με τις Α.Π.Ε. και σε περιπτώσεις επιβολής τελών ή εισφορών.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά όπως δεκαετίες τώρα, η πολιτική εξουσία προσπαθεί για να διαχειριστεί με άτσαλο, αντιεπιστημονικό και αντιαναπτυξιακό τρόπο ένα υπαρκτό πρόβλημα: τη στήριξη της Ελληνικής Βιομηχανίας η οποία, προσφέροντας απασχόληση και ενίσχυση εξαγωγών, αποτελεί –μαζί με την αιολική ενέργεια- μια από τις ελπίδες για έξοδο από την κρίση. Η στήριξη της Βιομηχανικής και γενικότερα της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι ένα από τα στοιχήματα που πρέπει, ως οργανωμένη κοινωνία, να κερδίσουμε.
Η αιολική ενέργεια έχει επί της ουσίας στηρίξει την Ελληνική Βιομηχανία προσφέροντας αξιόπιστα φθηνό ρεύμα και συμβάλλοντας στην μείωση του ενεργειακού της κόστους. Η αιολική ενέργεια είναι, μαζί με τα μικρά υδροηλεκτρικά, η πιο φθηνή πράσινη ενέργεια και η δεύτερη πιο φθηνή μορφή ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σήμερα στην Ελλάδα. Άλλωστε η Βιομηχανία έχει απολαύσει στα τιμολόγια της την μείωση της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος χάρη στην αιολική ενέργεια και τις Α.Π.Ε. γενικότερα. Η μείωση αυτή είναι περί τα 10 €/ΜWh ενώ η Βιομηχανία επιβαρύνεται με ΕΤΜΕΑΡ 2,3 €/ΜWh. Είναι προφανές ότι το συμφέρον των καταναλωτών και ειδικότερα της Βιομηχανίας στην Ελλάδα είναι να ενισχύονται οι φθηνές μορφές ενέργειας, δηλαδή η Αιολική Ενέργεια, ώστε να μπορούν να αναπτύσσονται και να παρέχουν ακόμα περισσότερο φθηνό ρεύμα.
Για αυτό καλούμε την Κυβέρνηση να στηρίξει την Αιολική Ενέργεια, που είναι μια ελπίδα διεξόδου από την οικονομική κρίση και να μη την επιβαρύνει περισσότερο.