Σε αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο BB+ προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης τοποθετώντας τη χώρα ένα σκαλί πριν την επενδυτική βαθμίδα. Εθεσε παράλληλα σταθερό το outlook. Η αναβάθμιση αντανακλά την προσδοκία του οίκου για συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ασκούμενων πολιτικών στην Ελλάδα, ενώ οι επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία φαίνονται διαχειρίσιμες υπό το φως των σημαντικών αποθεμάτων ασφαλείας τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα. Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας και η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα συμβάλουν στην επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ φέτος στο 3,4% έναντι 8,3% το 2021, με το ΑΕΠ να αναμένεται να αυξηθεί κατά μέσο όρο πάνω από 3% κατά την περίοδο 2023-2025, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) και άλλες μεταβιβάσεις, και μια ισχυρή περαιτέρω ανάκαμψη των κερδών από τον τουρισμό. Από το 2020, η αποτελεσματικότητα της πολιτικής που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει ώθηση μέσω της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο ευρωζώνης και ΕΕ, αντίστοιχα.
Η υποστηρικτική νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) διευκόλυνε την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές με σχετικά χαμηλό κόστος λόγω της συμπερίληψης των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο Πρόγραμμα Έκτακτης Αγοράς (PEPP) και ως collateral στις πράξεις επαναγοράς της ΕΚΤ. Πιο πρόσφατα, πριν από τον τερματισμό του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά κρατικά ομόλογα πέρα από τις επαναγορές, εάν καταγράψει επιδείνωση στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα, ενώ η οικονομία εξακολουθεί να ανακάμπτει από την πανδημία. Ταυτόχρονα, ο οίκος καταγράφει σημαντική βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού των συστημικών τραπεζών, καθώς το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στο σύνολο των δανείων του τραπεζικού τομέα μειώθηκε απότομα στο 12,8% το 2021, από 31% το 2020. Η S&P εκτιμά ότι θα είναι κάτω του 8% έως το τέλος του 2022.
«Πιστεύουμε ότι όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα», επισημαίνει. Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα ασφαλείας της κυβέρνησης και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Εκτιμούμε ότι τα τρέχοντα ταμειακά αποθέματα ισοδυναμούν με το τριπλάσιο των αναγκών δανεισμού τα επόμενα δύο χρόνια. Το γεγονός, μαζί με τις χαμηλές απαιτήσεις αναχρηματοδότησης από την αγορά, θα βοηθήσει στην «ανοσία» των δημόσιων οικονομικών έναντι της αύξησης των επιτοκίων παγκοσμίως, αν και η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πτωτική πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ. Όσον αφορά τη διάρκεια και το μέσο κόστος επιτοκίων, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογούμε, σημειώνει ο οίκος.
Όπως αναφέρει, αναμένει ότι το τμήμα του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας που θα βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022. Προβλέπει ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση κατά την περίοδο 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση.
Η ανάπτυξη Μετά τη βαθιά συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2020 (-9%) και την πολύ ισχυρότερη ανάκαμψη από ό,τι αναμενόταν το 2021 (8,3%), η S&P εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,4% το 2022, γεγονός που συνεπάγεται επιβράδυνση της υποκείμενης ανάπτυξης λίγο κάτω από 2%, αφού ληφθεί υπόψη το carry-over που εκτιμάται σε 1,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η S&P αναφέρει παράλληλα ότι αθαθεώρησε προς τα κάτω τη φετινή πρόβλεψη ανάπτυξης (από 5% προηγουμένως) λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, που αναμένει ότι θα προκύψει κυρίως από έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως μέσω απότομων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας και της ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι οι άμεσες εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένες. Αναμένει ότι ο αντίκτυπος, με βάση τις τρέχουσες υποθέσεις, θα είναι διαχειρίσιμος και προβλέπει τα επόμενα τρία χρόνια ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες γύρω από αυτές τις προβλέψεις, κυρίως πτωτικές, σε περίπτωση που ο πόλεμος παραταθεί, ο πόλεμος κλιμακωθεί ή τεθεί σε εφαρμογή εμπάργκο στις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, επισημαίνει η S&P. Η δυναμική ανάκαμψη της Ελλάδας το 2021 τροφοδοτήθηκε κυρίως από την άνοδο της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών.