Εντείνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά της μπύρας στην Ελλάδα, που ο τζίρος της ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ με τις μικροζυθοποιίες να παίζουν σημαντικό πλέον ρόλο, καθώς με τις τελευταίες εξελίξεις στον κλάδο, το85% μοιράζεται πλέον μεταξύ των Ολλανδών και των Δανών.
Η αγορά μπύρας όπου ο ετήσιος τζίρος αγγίζει το μισό δισ. ευρώ και ο όγκος τα 4 εκατομμύρια εκατόλιτρα,είδε τα τελευταία χρόνια απώλειες της τάξης του 35% και το 2015 αναμένεται να αποτελέσει χρονιά ορόσημο για την ανάκαμψη του κλάδου.
Η εγχώρια κατανάλωση μπίρας, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, κινείται πτωτικά από το 2008 με μοναδική εξαίρεση το 2013 όπου σημειώθηκε μία ήπια ανάπτυξη κατά 2,8%.
Για φέτος οι εκτιμήσεις των στελεχών της αγοράς μπίρας κάνουν λόγω για μια μικρή ανάκαμψη της τάξεως του 1%, η οποία αναμένεται να προέλθει από την άνοδο του τουριστικού ρεύματος στην χώρα μας.
Όσον αφορά τα οικονομικά μεγέθη των μεγάλων ζυθοποιϊων της χώρας, το 2014 ο τζίρος της Μύθος Ζυθοποιία σημείωσε πτώση και διαμορφώθηκε στα 81 εκατ. ευρώ έναντι 83,6 εκατ. ευρώ το 2013, ενώ ενώ τα κέρδη μετά από φόρους έκλεισαν με αύξηση 34,5% στα 4 εκατ. ευρώ από 3 εκατ. ευρώ το 2013.
Τα κέρδη μετά από φόρους έκλεισαν με αύξηση 34,5% στα 4 εκατ. ευρώ από 3 εκατ. ευρώ το 2013.
Η Ολυμπιακή Ζυθοποιία έκλεισε το 2014 με άνοδο πωλήσεων και λειτουργικών κερδών, καταγράφοντας όμως και αύξηση ζημιών προ και μετά φόρων.
Αναλυτικότερα, οι πωλήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν ελαφρώς στα 52,6 εκατ. ευρώ από 52,3 εκατ. ευρώ το 2013, ενώ και τα ΕΒΙΤ ανήλθε σε 2 εκατ. ευρώ από 1,8 εκατ. ευρώ το 2013. Θετικά ήταν και τα EBITDA, τα οποία ανήλθαν σε 5,6 εκατ. ευρώ από 5,2 εκατ. ευρώ το 2013. Ωστόσο, τα αποτελέσματα προ φόρων ήταν ζημιογόνα και το 2014 και διαμορφώθηκαν στα 1,13 εκατ. ευρώ από 685.035 ευρώ το 2013, ενώ και τα μετά φόρων σημείωσαν αύξηση ζημιών από 282.527 ευρώ το 2013 σε 773.000 ευρώ το 2014.
Οι περίπου 15 μικρότερες εγχώριες εταιρείες, όπως η Ζυθοποιία Μακεδονίας-Θράκης (Βεργίνα) και η Ελληνική Ζυθοποιία Αταλάντης, βρίσκονται σε τεράστια απόσταση από τον ανταγωνισμό των πολυεθνικών.
Τα δύο κορυφαία brands της αγοράς, Μύθος και FIX, που βρίσκονται στη δεύτερη και τρίτη θέση, αντίστοιχα, από πλευράς πωλήσεων στην Ελλάδα, συγκροτούν πλέον το αντίπαλο δέος απέναντι στον πολυεθνικό κολοσσό της Heineken, που, μέσω της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, εξακολουθεί να ελέγχει πάνω από το 55% της εσωτερικής αγοράς.
Με συνολικό τζίρο 146 εκατ. ευρώ, οι Μύθος και FIX έχουν ανεβάσει από κοινού το μερίδιό τους στο 30% της αγοράς, εκμεταλλευόμενες τις απώλειες της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας τα τελευταία χρόνια, με στόχο να το αυξήσουν στο 33% την επόμενη πενταετία. Το αποτέλεσμα της επιχειρούμενης συγχώνευσης των δύο βιομηχανιών ζύθου είναι η Carlsberg –που μέχρι την εξαγορά της Μύθος το 2008 δεν είχε ουσιαστική παρουσία– να εδραιώνει πλέον τη δεύτερη θέση στην Ελλάδα, διπλασιάζοντας εν μία νυκτί το μερίδιό της.
Η ίδια η Αθηναϊκή Ζυθοποιία δείχνει να βρίσκεται σε κομβικό σημείο, έχοντας χάσει μεταξύ 2008-2013 περίπου 146 εκατ. ευρώ σε τζίρο. Το 2013 ήταν η πρώτη χρονιά στην ιστορία της που έκλεισε με μεγάλες ζημιές ύψους 10,9 εκατ. ευρώ, οι οποίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην αναδιάρθρωση της παραγωγής της (συγκέντρωση παραγωγής σε Πάτρα και Θεσσαλονίκη), ωστόσο έχασε κι άλλο μερίδιο αγοράς, καθώς οι πωλήσεις της υποχώρησαν από τα 341 εκατ. ευρώ στα 314,5 εκατ. ευρώ (-7,7%), προς όφελος του ανταγωνισμού.
Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζει να αποτελεί τον καθοριστικό παίκτη της αγοράς καθώς από τα μερίδια που μέχρι σήμερα έχανε γιγαντώνονταν όλοι οι υπόλοιποι, και ειδικά οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες εταιρείες
Ωστόσο, έντονη κινητικότητα χαρακτηρίζει τον εγχώριο τομέα της μικροζυθοποιίας, όπως τόσο σε ίδρυση νέων μονάδων, όσο και σε κυκλοφορία νέων προϊόντων και συσκευασιών.
Την τρέχουσα περίοδο λειτουργούν 15 εταιρείες, με τις περισσότερες να δραστηριοποιούνται και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε τοπικές και περιφερειακές αγορές (Ρόδος, Κέρκυρα, Άργος, Σαντορίνη, Εύβοια, Κρήτη) και τον αριθμό τους να έχει ήδη αυξηθεί σημαντικά, ειδικά την τελευταία πενταετία.Οι μονάδες αυτές εστιάζουν στην παραγωγή ποιοτικών προϊόντων (φρέσκες, μη παστεριωμένες μπύρες περιορισμένης διάρκειας ζωής) με παραδοσιακές μεθόδους, επωφελούμενες από τη σταδιακή στροφή των καταναλωτών στις εγχώριες μπύρες, εις βάρος των εισαγόμενων εμπορικών σημάτων (τα οποία εξακολουθούν να κατέχουν τα μεγαλύτερα μερίδια, αν και σημαντικά μειωμένα από προηγούμενα έτη). Οι περισσότερες διακινούν ιδιαίτερα περιορισμένες ποσότητες (ακόμα και κάτω από 1.000 εκατόλιτρα το έτος), λόγω της χαμηλής δυναμικότητας παραγωγής και της μικρής ακόμα περιόδου λειτουργίας τους.
Αρκετές μικροζυθοποιίες υλοποιούν –ή σχεδιάζουν να υλοποιήσουν- επενδύσεις αναβάθμισης ή επέκτασης του εξοπλισμού τους ώστε να αυξήσουν τη δυναμικότητά τους και να ικανοποιήσουν μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για ποιοτική, ελληνική μπύρα.
Ενδεικτική εξάλλου της δυναμικής που παρουσιάζει ο τομέας της μικροζυθοποιίας, αποτελεί η πρόσφατη ανακοίνωση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας.