Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν τυχόν έξτρα κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών – οι οποίες δεν θα «καλυφθούν» από τους ιδιώτες επενδυτές – θα καλυφθούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
«Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των AQRs (σ.σ.: Asset Quality Reviews, της «έρευνας» της ΕΚΤ στα οικονομικά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών) οι όποιες κεφαλαιακές ανάγκες θα πρέπει να καλυφθούν από ιδιώτες επενδυτές και εάν υπάρξουν επιπλέον ανάγκες αυτές θα καλυφθούν από το ΤΧΣ», τονίζει, διατηρώντας την ανωνυμία της, τραπεζική πηγή στο Reuters.
Υπενθυμίζεται ότι αυτή τη στιγμή το ΤΧΣ έχει στην κατοχή του το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών των τριών συστημικών ελληνικών τραπεζών, ενώ διαθέτει το 35,4% της Eurobank.
Δύο ακόμη τραπεζικές πηγές εκτίμησαν, μιλώντας στο Reuters, ότι τα συνολικά κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών δεν θα ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ, ενώ η ελληνική πλευρά έχει εξασφαλίσει, στα πλαίσια του τρίτου προγράμματος στήριξης, το ποσό των 25 δισ. ευρώ.
Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα γίνει μέσω του «ανοίγματος βιβλίων προσφορών» (book-building) γεγονός που μειώνει ή ακόμη και εξαλείφει πλήρως τα όποια προνόμια θα μπορούσαν να έχουν οι νυν μέτοχοι, συμπεριλαμβανομένου και του ΤΧΣ, όπως ξεκαθαρίζει μία ακόμη τραπεζική πηγή, μιλώντας στο Reuters.
Με δεδομένο αυτό το σενάριο το ΤΧΣ εκτιμάται ότι θα «δει» νέα μείωση στην αξία των μεριδίων που κατέχει στις ελληνικές τράπεζες, ενώ μέχρι στιγμής έχει απώλειες που ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ, καθώς η συνολική κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών έχει... προσγειωθεί στα 5,34 δισ. ευρώ.
Πάντως δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί το ύψος των ποσοστών που μπορεί να διατηρήσει στις τράπεζες το ΤΧΣ, μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης.
«Η βασική ιδέα στον SSM είναι ότι το ΤΧΣ λειτουργεί ως ταμείο εξασφάλισης και θα υποστεί dilution των μεριδίων του, από τη στιγμή που θα υπάρξει ενδιαφέρον από τους ιδιώτες επενδυτές. Το ίδιο συνέβη και πέρυσι, όταν οι τράπεζες άντλησαν κεφάλαια από τις αγορές», υποστηρίζει Έλληνας τραπεζίτης στο πρακτορείο.
Έκδοση Cocos και μετοχών
Τα κεφαλαιακά κενά που θα υπάρξουν, βάσει του δυσμενούς σεναρίου της ΕΤΚ, μπορούν να καλυφθούν από το ΤΧΣ, το οποίο μπορεί να αγοράσει νέες μετοχές αλλά και μετατρέψιμες ομολογίες (Cocos – Contingent Convertible Bonds), τα οποία θα εκδώσουν οι τράπεζες.
«Βάσει του δυσμενούς σεναρίου το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιακών κενών θα καλυφθεί με την έκδοση Cocos. Οι όροι και οι ακριβείς συνθήκες δεν έχουν συμφωνηθεί ακόμη. Υπάρχουν ακόμη συζητήσεις στις αρμόδιες αρχές της ΕΚΤ. Πάντως οι νέες μετοχές που θα κληθεί να αγοράσει το ΤΧΣ θα είναι με πλήρες δικαίωμα ψήφου», προσθέτει μία ακόμη τραπεζική πηγή.
Το κουπόνι στα νέα Cocos εκτιμάται ότι θα κυμανθεί από 7% έως 9,5%, ενώ η ίδια τραπεζική πηγή υποστηρίζει ότι «το λογικό είναι να υπάρξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα και μείωση της αντίστοιχης του κράτους».
Υπενθυμίζεται ότι η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών θα πρέπει να γίνει έως τα τέλη του τρέχοντος έτους, προκειμένου να προλάβουν πριν τεθεί σε εφαρμογή ειδική οδηγία της Ευρωζώνης, η οποία, μεταξύ άλλων, επιτρέπει και το κούρεμα των μη εγγυημένων (δηλαδή όσων είναι άνω των 100.000 ευρώ) καταθέσεων.
«Σαφώς υπάρχουν δυσκολίες στο να «βγουν» ταυτόχρονα και οι τέσσερις τράπεζες στις αγορές και να ζητούν κεφάλαια, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή», καταλήγει τραπεζική πηγή.
Το ύψος των αναγκών ανά τράπεζα
Τουλάχιστον 5 με 5,5 δισ ευρώ θα χρειαστεί να αντλήσουν οι τράπεζες απ' τον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να διασφαλίσουν τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα. Αυτό εκτιμά η "Καθημερινή" επικαλούμενη πληροφορίες υπογραμμίζοντας πως οι διοικήσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εντείνουν τις προσπάθειες τους για την εξεύρεση ιδιωτών επενδυτών καθώς ενισχύεται η αισιοδοξία για το αποτέλεσμα των stress tests.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα αναλυτές εκτιμούν ότι Alpha Bank και Eurobank θα πρέπει να εξασφαλίσουν από τον ιδιωτικό τομέα κεφάλαια κατ' ελάχιστον λίγο λιγότερα από 1 δισ ευρώ, ενώ Εθνική και Πειραιώς θα πρέπει να εξασφαλίσουν περί τα 1,5 – 1,7 δισ ευρώ η κάθε μία.