Ως μία ακόμα ευκαιρία για την τόνωση της ρευστότητας της χρηματιστηριακής αγοράς με την προσέλκυση κεφαλαίων εγχώριων και μη, αλλά και ένα ακόμα μέσο για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, όχι απαραίτητα εισηγμένων, αποτελεί η δημιουργία της αγοράς ομολόγων. Την οποία, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά και το υπουργείο Οικονομικών έχουν πάρει πολύ «ζεστά» και για το λόγο αυτό, σύμφωνα με απόλυτα διασταυρωμένες πληροφορίες του «b.e.», είναι έτοιμη η σχετική νομοθετική παρέμβαση που βάζει τις τελευταίες πινελιές στη λειτουργία της εν λόγω αγοράς. Σήμερα η «Ε» δημοσιεύει το προσχέδιο της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την οποία επεξεργάζονται από κοινού οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών και αφορά στην κατάργηση του πλαφόν του επιτοκίου για την έναρξη της διαπραγμάτευσης του ομολογιακού δανείου μιάς εταιρείας. Συγκεκριμένα, καταργείται το άρθρο 15 του Ν. 876/1979, που προέβλεπε ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία». Δηλαδή, ο δανεισμός ή η έκδοση ενός ομολόγου από μία εταιρεία πριν από τριάντα χρόνια, απαιτούσε έγκριση του ανώτατου οικονομικού συμβουλίου, το οποίο απαρτιζόταν από τους εκάστοτε διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος και τους υπουργούς Οικονομικών. Η διεθνοποίηση των αγορών, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ξεπέρασε την νομοθεσία του 1979, υποστηρίζουν παράγοντες της αγοράς, γεγονός το οποίο αποτελούσε τροχοπέδη και για την ανάπτυξη της αγοράς ομολόγων. Με βάση το σχέδιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς «κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις με όρους αγοράς.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που έχει στη διάθεσή τoυ το «b.e.», «σύμφωνα με το άρθρο 293 ΑΚ «Το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος». Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 15 παρ. 5 του Ν.876/1979 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων αναφερόμενων εις την ανάπτυξιν της Κεφαλαιαγοράς» εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να ορίζει τον εκ δικαιοπραξίας τόκο κατ’ ανώτατο ότιο μετά από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Με την υπ’ αρ. 1/2000 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου καθορίστηκε το ποσοστό του εκ δικαιοπραξίας τόκου, κατ’ ανώτατο όριο σε 5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως υψηλότερο από το επιτόκιο που εκάστοτε εφαρμόζει η Τράπεζα της Ελλάδος στις χρηματοδοτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 22 του ν. 2842/2000 με θέμα 9του άρθρου) «Αντικατάσταση επιτοκίων»: «Οι αναφορές σε θεσπιζόμενα από την Τράπεζα της Ελλάδος επιτόκια που υπάρχουν σε νομοθετικές, διοικητικές, κανονιστικές διατάξεις ή σε συμβάσεις αντικαθίσταται από αναφορές στα αντίστοιχα επιτόκια της Ευρωπαίκής Κεντρικής Τράπεζας».
Η διαμόρφωση του βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα καθιστά πρακτικώς αδύνατο τον εξωτραπεζικό δανεισμό επιχειρήσεων, κυρίως δε των μικρομεσαίων, λόγω του ισχύοντος ανώτατου ορίου επιτοκίου. Σήμερα βάσει της ΠΥΣ 1/2000, το ανώτατο επιτρεπόμενο εξωτραπεζικό δικαιοπρακτικό επιτόκιο είναι 5,30%. Το επιτόκιο αυτό όμως συχνά είναι, για τα σημερινά δεδομένα της αγοράς, εξαιρετικά χαμηλό για να επιτρέψει στις επιχειρήσεις την άντληση κεφαλαίων. Δεδομένου λοιπόν, ότι η πρόσβαση των επιχειρήσεων και στην εξωτραπεζική αγορά για τον δανεισμό τους είναι επιθυμητή, προκειμένου να διευκολυνθεί η άντληση από αυτές δανειακών κεφαλαίων, αλλά και προκειμένου να λειτουργεί χωρίς διοικητικούς περιορισμούς αλλά βάσει του κανόνα της προσφοράς και ζήτησης η ομολογιακή αγορά, επιβάλλεται η εξαίρεση των ομολογιακών δανείων (κάθε μορφής δανείων με τη μορφή ομολογιών ή ομολόγων που εκδίδονται από επιχειρήσεις), από τον ισχύοντα κανόνα περί ανώτατου ορίου δικαιοπρακτικού επιτοκίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασφαλίζεται η άντληση κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις με όρους αγοράς. Οι επιχειρήσεις εξάλλου, ως οφειλέτες δεν χρήζουν της προστασίς στην οποία αποσκοπεί το άρθρο 293 Α/Κ».
Η νέα αγορά που θα δημιουργηθεί θα βοηθήσει τις καλές και υγιείς επιχειρήσεις να εκδώσουν τις ομολογίες μέσα στο ελληνικό περιβάλλον και να ωφεληθούν από την αναδιάρθρωση του δανεισμού τους. Όπως αναφέρουν χρηματιστηριακές πηγές, τρεις είναι οι βασικές κατηγορίες που θα πρέπει να πληροί μία εταιρεία εφόσον επιθυμεί να εκδώσει εταιρικά ομόλογα και να εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τις ομολογίες της είτε στην οργανωμένη (Κύρια Αγορά) είτε στην εναλλακτική αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών: α) να εμφανίζει θετικό EBITDA (λειτουργική κερδοφορία), β) να παρουσιάζει θετικές ταμειακές ροές, στοιχείο που δείχνει την υγιή εικόνα της επιχείρησης και γ) να υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση από τους γνωστούς οίκους αξιολόγησης.
Στην Κύρια Αγορά για να εισαγάγει μία εταιρεία το χρέος της μέσω των ομολογιών θα πρέπει να καταθέσει ενημερωτικό δελτίο, ενώ το ελάχιστο ποσό που θα ζητηθεί θα πρέπει να είναι οι 200.000 ευρώ. Ταυτόχρονα οι λογιστικές καταστάσεις των εταιρειών θα πρέπει υποχρεωτικά να αποτυπώνονται σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Αντίθετα, στην εναλλακτική αγορά η έκδοση ομολογιών δεν μπορεί να ξεπερνάει τα 5 εκατ. ευρώ.
Τα ξένα επενδυτικά σχήματα εντάσσουν τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα σε ένα καλάθι δυναμικών επιχειρήσεων αυξημένου κινδύνου που μπορούν να φέρουν υψηλά κέρδη. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται εταιρείες από τις χώρες της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Τσεχίας, της Πολωνίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Εκείνο που ενδιαφέρει τα hedge funds είναι να υπάρχει στις χώρες όπου εδρεύουν οι επιχειρήσεις ένα οικονομικό καθεστώς που να μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή πορεία των εισηγμένων τουλάχιστον για μία πενταετία.