Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Οι κίνδυνοι μιας «εμπλοκής» για την αγορά
Παρασκευή, 20/04/2018

Έκδηλη είναι η ανησυχία του επιχειρηματικού κόσμου για τις επιπτώσεις που θα είχε στο εμπόριο μια κρίση μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Σε μια διακρατική αγορά, μάλιστα, πλεονασματική για την ελληνική πλευρά, γεγονός που υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί σε βάρος μας. Το ΙΟΒΕ κατέγραψε  μεγάλη πτώση του δείκτη οικονομικού κλίματος τον Μάρτιο στις 99,8 μονάδες από 104,4 τον Φεβρουάριο, υπογραμμίζοντας με νόημα ότι «καθώς δεν έχει προκύψει κάποια ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη στην οικονομία κατά τον προηγούμενο μήνα, αντίθετα η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες παραμένει ισχυρή από το εξωτερικό της χώρας, είναι πιθανόν αυτή η διόρθωση να συνδέεται με την αβεβαιότητα που αναπτύσσεται και ευρύτερα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής». Είναι βέβαιο πως αν κάτι τέτοιο αποτελεί, σε πρώτη φάση, μια καθαρώς «ψυχολογική διεργασία», σε περίπτωση που συνέβαινε έστω και μια πρόσκαιρη εμπλοκή στο Αιγαίο, τότε οι συνέπειες θα ήταν πολλαπλασιαστικά αρνητικές στις εμπορικές σχέσεις των δύο πλευρών. Να σημειωθεί, δε, πως οι ελληνικές επενδύσεις της Ελλάδας στην Τουρκία αποτελούσαν το 10% του συνόλου των ξένων επενδύσεων σε αυτήν κατά την τετραετία 2004-2008. Σήμερα οι ελληνικές επενδύσεις υπολογίζονται σε 6 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του ΠΣΕ, οι εξαγωγές μας προς την Τουρκία αυξήθηκαν κατά 44,4% το περασμένο έτος σε 1,95 δισ., από 1,35 δισ. το 2016. Έτσι, βρέθηκε στην 3η θέση, πίσω από την Ιταλία και τη Γερμανία, ανεβαίνοντας μία (από 4η το 2016) ξεπερνώντας την Κύπρο που ήταν την αμέσως προηγούμενη χρονιά 3η. Το 2017 η αξία των εισαγωγών από τη γείτονα ανήλθαν σε 1,43 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 4,4% σε σχέση με το 2016 (1,37 δισ.). Σύμφωνα με τα στοιχεία Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017, τα καύσιμα αποτελούν το 57,5% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προς την Τουρκία, ενώ σημαντικές είναι οι εξαγωγές βαμβακιού (7,7%), πλαστικών (7,1%), μηχανολογικού εξοπλισμού, αλουμινίου, χαλκού και δημητριακών. Το εξαγόμενο βαμβάκι αποτελεί πρώτη ύλη για την τουρκική βιομηχανία, ενώ οι εξαγωγές δημητριακών αφορούν κυρίως ρύζι (87%) και σιτάρι (13%). Αντίστροφη πορεία, από την Τουρκία προς την Ελλάδα, ακολουθούν προϊόντα όπως φυσικό αέριο, πετρελαιοειδή, οχήματα-αυτοκίνητα, πλεκτά υφάσματα και ρούχα, φερμουάρ, χαρτί υγείας και οικιακές συσκευές. Μέχρι και ρεβίθια, λεμόνια, ενίοτε τομάτες αλλά και σπίρτα…

Αξίζει να καταγράψουμε ότι πριν από μία δεκαετία, περίπου, η χώρα μας κατείχε τη 19η θέση ανάμεσα στους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας όσον αφορά τις εξαγωγές της. Όσον αφορά τις εισαγωγές της Τουρκίας κατείχαμε την 24η θέση. Μέχρι το 2009 οι εμπορικές μας σχέσεις είχαν αυξητική πορεία με ελαφρά πτώση τη χρονιά εκείνη. Οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία ήταν 802 εκατ. ευρώ (-9,14% σε σχέση με το 2008), με το ποσοστό συμμετοχής της χώρας μας στις εισαγωγές της γείτονος να διαμορφώνεται στο 0,78% περίπου. Οι εισαγωγές από την Τουρκία έφθαναν τότε το 1,21 δισ. ευρώ, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει το 1,64% των συνολικών τουρκικών εξαγωγών. Σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο χρόνο η πτώση στις εισαγωγές μας άγγιζε το 35,3%. Ο όγκος των συναλλαγών μας παρουσίασε πτώση κατά 26,9%. Ο όγκος εμπορίου, μεταξύ των δύο χωρών, πριν το 1995 ήταν περίπου 161 εκατ. ευρώ και ανήλθε, πια, το 2008 σε 2,4 δισ. ευρώ. Η ανοδική αυτή πορεία όμως είχε συμβαδίσει με την αύξηση των τουρκικών εξαγωγών προς τη χώρα μας και με ένα διευρυνόμενο έλλειμμα σε βάρος μας το οποίο ανήλθε σε 869 εκατ., ενώ το 2009 μειώθηκε λόγω της γενικότερης κρίσης των συναλλαγών και έφτασε σε 361 εκ.