Εντός των χρονικών ορίων που έχουν τεθεί εξ αρχής, κινείται το project της κατασκευής του Διαδριατικού Αγωγού Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (TAP), παρά τις καθυστερήσεις που δημιουργούνται στη Β. Ελλάδα, από αξιώσεις των τοπικών κοινωνιών για μεταβολή της αρχικής χάραξης, σε συγκεκριμένα σημεία. Όπως δηλώνουν οι εν Ελλάδι εκπρόσωποι της κοινοπραξίας, μέχρι τα τέλη του έτους θα προκηρυχθούν οι διαγωνισμοί για τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων κατασκευαστικών εταιριών στα διάφορα τμήματα του έργου, που ως γνωστόν, θα καλύψει συνολικά 550 χλμ και έχει προϋπολογισθεί ότι θα κοστίσει 1,5 δις δολάρια (η όλη διαδρομή, από το κοίτασμα του Σαχ Ντενίζ ΙΙ στο Αζερμπαϊτζάν έως την Ιταλία θα απαιτήσει 50 δις δολ.).
Οι ιθύνοντες του ΤΑΡ, τηρώντας σχετική επιφύλαξη για τις γενικότερες γεωστρατηγικές εξελίξεις που, όπως είναι φυσικό, επηρεάζουν τους ενεργειακούς σχεδιασμούς της ευρύτερης περιοχής, δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην αποδοχή του έργου από τους κατοίκους των περιοχών που διατρέχει, στη χώρα μας, σημειώνοντας ότι έχουν, ήδη, επενδυθεί αρκετά κεφάλαια για την ενημέρωσή τους, με καλή ανταπόκριση εκ μέρους τους.
Από τα 100 περίπου αιτήματα που υπήρξαν για αλλαγή της όδευσης (λόγω καλλιεργειών ή άλλων ειδικών ζητημάτων σε κτήματα, αποφυγής γειτνίασης με γραμμές υψηλής τάσης της ΔΕΗ, για λόγους ασφάλειας κλπ), έχουν ικανοποιηθεί 40. Σε αυτά περιλαμβάνεται και η περίπτωση του Δ. Νέστου, όπου έγινε παράλληλα μετατόπιση του σχεδιασμού κατά 2 χλμ για ένα τμήμα συνολικά 16 χλμ. ώστε να μην πληγούν καλλιεργήσιμες αγροτικές εκτάσεις -3 μήνες διαπραγματεύσεων απαιτήθηκαν. Ανοιχτό μένει το θέμα των Καβαλιωτών στα Τενάγη, -μία περιοχή με τύρφη υψηλής παραγωγικότητας-, στις παρυφές των οποίων ζητείται η μετατόπιση ενός τμήματος 10 χλμ, για 1-1,5 χλμ πιο μακριά από το πρώτο πλάνο.
Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει ένα ζήτημα που αφορά τη συμμετοχή ελληνικών κατασκευαστικών στο έργο. Έχει να κάνει με την έλλειψη συγκεκριμένης τεχνογνωσίας, όσον αφορά τις συγκολλήσεις των σωλήνων των 48 ιντσών που απαιτεί ο ΤΑΡ, γεγονός που, κατ’ αρχήν τις κρατάει σε απόσταση από τη διεκδίκηση συμμετοχής τους σε αυτόν. Δεν τις αποκλείει, όμως, από το να ενταχθούν σε σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα ή να λειτουργήσουν από κοινού με ξένες εταιρίες, ως υπεργολάβοι.