Πλαφόν στο όριο δανεισμού της χώρας προτείνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, δηλαδή να μπει «κόφτης» μελλοντικά στο πόσο θα δανείζεται η χώρα κι αυτό να αποτελέσει άρθρο του Συντάγματος. Όπως αναφέρει στην επιστολή που απέστειλε ο κ. Π. Λιαργόβας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναφέρει χαρακτηριστικά πως, απαραίτητη προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του χρέους είναι η ποτική συναίνεση και πως η διαχείρισή του είναι πρωτίστως πολιτική. Όπως διερωτάται ο κ. Λιαργκόβας: «Μήπως, ως αποτέλεσμα αυτής της συναίνεσης, πρέπει στη συνταγματική μεταρρύθμιση, να μπει κάποια ρύθμιση, κάποιο όριο για το χρέος; Να υπάρχει δηλαδή ένα άρθρο που θα βάζει κάποιο όριο στο χρέος, που να μας θυμίζει, ότι τον δανεισμό δεν μπορείς να τον κάνεις απεριόριστα, και κυρίως χωρίς συνέπειες. Δεν ξέρω εάν είναι εφικτό να γίνει πράξη αλλά ίσως δίνει μια λύση».
Σύμφωνα με την επιστολή λοιπόν, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, θεωρώντας ότι το δημόσιο χρέος της χώρας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, πραγματοποίησε τη μελέτη «Το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας» με συγγραφείς τους Πάνο Καζάκο, Σπύρο Ρεπούση και τον υποφαινόμενο. Η μελέτη μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση με την ευγενική υποστήριξη της Τράπεζας της Ελλάδας.
Ο στόχος της μελέτης είναι προφανής: να συμβάλουμε με τις ολιγοστές δικές μας δυνάμεις σε μια ουσιαστική συζήτηση για το χρέος, δεδομένου ότι γνωρίζοντας το παρελθόν μπορούμε και να αποφύγουμε τα ίδια λάθη και να θεσμοθετήσουμε κανόνες για την αντιμετώπιση ανάλογων φαινομένων. Το βιβλίο αναδεικνύει ότι μια τέτοια συζήτηση πρέπει να δομείται πάνω σε τέσσερις άξονες:
Άξονας πρώτος: η υπέρβαση
Το θέμα του χρέους δεν προσφέρεται για πολιτικές και κομματικές συγκρουσεις, για αμοιβαία επίρριψη ευθυνών, για το ποιος έφταιξε, εμείς, εσείς, οι άλλοι (που μπορεί να είναι και οι ξένοι) ή ποιος τα πήγε καλύτερα. Προσφέρεται για υπερβάσεις, διότι δεν το έχουμε μόνο πίσω μας αλλά και μπροστά μας. Είναι ένα πρόβλημα, ο χρόνος του οποίου δεν ταυτίζεται με τον πολιτικό χρόνο των κυβερνήσεων. Μετριέται με δεκαετίες και σε ό,τι αφορά την ωρίμανση του προβλήματος και σε ό,τι αφορά τη διέξοδο από το πρόβλημα αυτό.
Επίσης, έχουμε μια συμφωνία του Eurogroup που εξ ορισμού ορίζει τρεις χρόνους: Άμεσα μέτρα, μέτρα μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα και μια συζήτηση για το πώς το χρέος θα καταστεί μακροχρόνια βιώσιμο. Δηλαδή, τι θα γίνει σε 10 σε 20 σε 30 χρόνια, πώς θα κλειδώσουμε από τώρα βαθμούς σταθερότητας και ασφάλειας; Επομένως, ακόμα και αν έρθουν πολύ ευνοϊκά τα πράγματα, μιλάμε για μια διαδικασία που εξ ορισμού πάει πολύ πέρα από το 2018.
Άξονας δεύτερος: η αυτογνωσία
Για να εξηγήσουμε πώς φτάσαμε στην υπερχρέωση, χρειαζόμαστε τη συμβολή της νεοελληνικής οικονομικής ιστορίας. Θέλω να πω ότι υπάρχουν ιστορικά μοτίβα, δηλαδή έχουμε μια αναπαραγωγή του φαινομένου. H νεοελληνική δανειακή εμπειρία άρχισε ήδη με την επανάσταση του ΄21 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Λαμβάνοντάς την υπόψη θέτουμε τις βάσεις για να εξετάσουμε διαχρονικά σταθερές τάσεις. Τάσεις που έχουν να κάνουν με τη συμπεριφορά των πολιτικών ηγεσιών, τη συμπεριφορά του κράτους, τη συμπεριφορά των κομμάτων, την πολιτική που εφαρμόσαμε, την συμπεριφορά των δανειστών και των δανειζόμενων, τη συμπεριφορά των πολιτών.
Μέχρι σήμερα η Ελλάδα βρέθηκε τέσσερεις φορές σε αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών της. Μετά από κάθε πτώχευση η Ελλάδα αποκλειόταν για αρκετό διάστημα από τις αγορές, που ήδη τότε καθιστούσαν σαφές ότι η εξυπηρέτηση των χρεών ήταν προϋπόθεση για την χορήγηση νέων δανείων. Παρατηρούνται επαναλαμβανόμενες και αργόσυρτες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, διεθνείς έλεγχοι, και λογιστικά τεχνάσματα. Τελικά επιτυγχανόταν κάποιος συμβιβασμός των ελληνικών κυβερνήσεων με τους δανειστές και η χώρα αντλούσε νέα δάνεια. Όμως στη συνέχεια υπερχρεωνόταν, ξαναέμπαινε στον φαύλο κύκλο της αδυναμίας εξυπηρέτησης των χρεών της και αναπαρήγαγε το φαινόμενο.
Η ιστορία μας βοηθά να μάθουμε και να αποφύγουμε τα σφάλματα του παρελθόντος και να καλλιεργήσουμε μια συνείδηση, η οποία θα παίρνει υπόψη της, όλα τα διδάγματα και τα μαθήματα από αυτή την εμπειρία. Αυτή είναι η μόνη δυνατότητα που έχουμε. Και η μόνη δυνατή αντίδραση στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Από εμάς εξαρτάται αν θα μάθουμε κάτι από την ιστορίας μας, αν θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι για να ξεπεράσουμε την κρίση, αν θα ξαναρχίσει ή όχι ο στρόβιλος των σφαλμάτων, αν θα προκαλέσουμε την τύχη μας ή αν θα προσπαθήσουμε να την προλάβουμε. Επομένως, δεν αρκεί απλώς να βρούμε ρύθμιση γι' αυτό το χρέος, αλλά πρέπει να υπάρξουν ιδέες για το πώς μπορούμε να υπερβούμε αυτό το ιστορικό μοτίβο.
Άξονας τρίτος: η (μη) μοναδικότητα
Η συζήτηση για το ελληνικό χρέος δεν πρέπει να εξετάζεται από μόνη της αλλά να εντάσσεται σε μια διευρυμένη γεωγραφική οπτική. Ο λόγος είναι ότι η συσσώρευση χρεών (και οι πτωχεύσεις) δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα ούτε κάποιο παροδικό φαινόμενο. Η ελληνική κρίση χρέους ήταν μια δυνατή προειδοποίηση για τους γενικότερους δημοσιονομικούς κινδύνους σε πολλές άλλες χώρες της Δύσης. Η Ελλάδα βρέθηκε στην πρωτοπορία της κρίσης του χρέους, εισήλθε δηλαδή στην κρίση με ένα ήδη τεράστιο συσσωρευμένο χρέος και ξύπνησε τα ένστικτα αυτοσυντήρησης των δανειστών. Το Ελληνικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, από την αρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει τεθεί επιτακτικά το ζήτημα της μακροχρόνιας διαχείρισης και βιωσιμότητάς του, τόσο σε πολιτικό όσο και σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους θα είναι πρόκριμα για τη ρύθμιση του χρέους και άλλων χωρών. Γι' αυτό και βλέπουμε ζωηρό ενδιαφέρον και από χώρες πέραν της Ευρώπης. Δεν είναι κρυφό ότι και οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν ενδιαφέρον για το τι θα γίνει με το ελληνικό χρέος και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Κογκρέσο κάνει ειδικές εκθέσεις για την πορεία του ελληνικού προβλήματος, όπως το αποκαλούν. Το Ηνωμένο Βασίλειο κάνει τα ίδια, το Ευρωκοινοβούλιο έχει συστήσει επιτροπή, άρα, υπάρχει ένα παγκόσμιο ενδιαφέρον για το τι θα γίνει στην Ελλάδα.
Άξονας τέταρτος: η συναίνεση
Πού μας οδηγούν όλα τα παραπάνω; στην αναγκαιότητα διαμόρφωσης μιας κοινής (εθνικής) συναίνεσης σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων. Το ζήτημα του χρέους μπορεί να έχει ανάγκη τεχνοκρατικής τεκμηρίωσης, όμως αποτελεί ένα κατεξοχήν πολιτικό θέμα. Η οποιαδήποτε προσπάθεια είτε σε επίπεδο Επιτροπής Κοινοβουλίου είτε σε επίπεδο εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας για να είναι επιτυχής, χρειάζεται τη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων. Μόνο έτσι θα έχει μια ισχυρή φωνή προς τα έξω. Μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλήξει σε προτάσεις που θα έχουν εφαρμογή.