Ποιο είναι όμως το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που σταθεροποιεί ή απομειώνει το δημόσιο χρέος; Υπάρχουν άλλοι παράμετροι που μπορούν να βοηθήσουν στην αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ ώστε να μην είναι υποχρεωτική η επιβολή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής για μεγάλο χρονικό διάστημα;
Το πρωτογενές πλεόνασμα που απαιτείται για να μην αυξάνεται το δημόσιο χρέος μπορεί προσεγγιστικά να εκτιμηθεί ως το γινόμενο της διαφοράς του επιτοκίου δανεισμού από το ρυθμό μεγέθυνσης της χώρας επί το λόγο του χρέους προς ΑΕΠ. Στο παρακάτω γράφημα εμφανίζεται η ανάλυση των παραμέτρων που εκτιμάται ότι θα μειώσουν το χρέος τα επόμενα χρόνια.
Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι προβλέψεις του ΔΝΤ έως το 2030 όσον αφορά στις συμβολές στη μείωση του χρέους α) του πραγματικού επιτοκίου, β) του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, γ) των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις άλλα και δ) του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά 1,5% (εκτίμηση ΔΝΤ) και εναλλακτικά κατά 3,5% (εκτίμηση τρέχοντος προγράμματος) για πάνω από μια δεκαετία.
Έτσι προκύπτουν ουσιαστικά δύο εκτιμήσεις για την εξέλιξη της μεταβολής του χρέους τα επόμενα χρόνια: η πρώτη υποθέτει ότι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων είναι 1,5% και η δεύτερη ενσωματώνει την υπόθεση πρωτογενών πλεονασμάτων στο επίπεδο του 3,5% διατηρώντας ωστόσο τη συμβολή των υπολοίπων παραγόντων σταθερή (η γραμμή και η διακεκομμένη γραμμή αντίστοιχα). Η μείωση του χρέους με βάση τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% προκύπτει προφανώς μεγαλύτερη. Η διαφορά αυτή θα μπορούσε να καλυφθεί με ένα συνδυασμό παρεμβάσεων.
Από τη μία πλευρά η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να εφαρμόσει πολιτικές και μεταρρυθμίσεις πιο φιλικές προς την ανάπτυξη όπως η απελευθέρωση των αγορών και η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών που θα χρηματοδοτηθεί από τον περιορισμό των δαπανών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Τούτο θα ενίσχυε τη συμβολή του πραγματικού ΑΕΠ στην αποκλιμάκωση του χρέους.
Από την άλλη πλευρά, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού, η επιμήκυνση των ληκτοτήτων και άλλα μέτρα ελάφρυνσης στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων, εφόσον αυτά οριστικοποιηθούν και ποσοτικοποιηθούν από τους Ευρωπαίους εταίρους, θα αυξήσουν τη συμβολή του πραγματικού επιτοκίου στην αποκλιμάκωση του χρέους. Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των ανωτέρω δράσεων θα είναι η μετατόπιση της κόκκινης γραμμής χαμηλότερα, εξαλείφοντας την ανάγκη για πλεόνασμα της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ. Στο βαθμό μάλιστα που αυτά θα οδηγήσουν σε συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, οι επενδύσεις και κατά συνέπεια η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.