Κάτω από το ένα τρίτο (31%) των επιχειρήσεων, παγκοσμίως, δημοσιεύουν απολογισμούς Εταιρικής Υπευθυνότητας , είτε με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις σε μορφή ενιαίου εταιρικού απολογισμού, είτε μεμονωμένα. Ωστόσο, κάποιες επιχειρήσεις σκοπεύουν (26%) να ξεκινήσουν την ανάπτυξη ενός Απολογισμού ΕΚΕ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Συνολικά, το 57% των ερωτηθέντων συμφωνούν ότι η υποβολή εκθέσεων σχετικά με μη-οικονομικά θέματα, όπως η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και η Αειφόρος Ανάπτυξη, θα πρέπει να δημοσιεύονται μαζί με τα οικονομικά αποτελέσματα. Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ποσοστό 30% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι δημοσιεύει απολογισμούς βιωσιμότητας, με το 14% να δημοσιεύει ενιαίο εταιρικό απολογισμό μαζί με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ενώ το 16% αναφέρει ότι δημοσιεύει μεμονωμένα.
Αυτό προκύπτει από σχετική έρευνα της Grant Thornton κατά τη διάρκεια της οποίας πραγματοποιήθηκαν 2.500 συνεντεύξεις με επιχειρηματίες από 34 χώρες ανά τον κόσμο, από τις οποίες προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις οδηγούνται σε κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνες πρακτικές για οικονομικούς λόγους, και όχι για να εδραιώσουν το brand τους ή από αλτρουισμό. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την έρευνα International Business Report (IBR) της Grant Thornton παρατηρείται ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που δημοσιεύει Απολογισμούς ΕΚΕ αυξάνεται συνεχώς, ενώ η πλειοψηφία αυτών θεωρεί ότι η δημοσίευση Ενιαίων Απολογισμών αποτελεί βέλτιστη πρακτική. Σύμφωνα με την IBR, η διαχείριση του κόστους αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη που οδηγεί σε υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές παγκοσμίως, (αναφέρεται από τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων με ποσοστό 67%, έναντι 56% το 2011). Αποτελεί, επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα στη Λατινική Αμερική (77%, πάνω από το 68% του 2011) και τη Βόρεια Αμερική (76%, πάνω από το 45% του 2011). Ο δεύτερος μεγαλύτερος παράγοντας επιρροής είναι η ζήτηση των πελατών / καταναλωτών (64%), και ακολουθεί η άποψη ότι «πρόκειται για τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο δράσης» (62%).
Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ο σημαντικότερος παράγοντας για την εφαρμογή κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνων επιχειρηματικών πρακτικών αποτελεί η άποψη ότι «πρόκειται για τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο δράσης», χαρακτηριστικό το οποίο αναφέρεται για πρώτη φορά τα τελευταία 6 χρόνια σε ποσοστό 72%. Οι παράγοντες Κοινή Γνώμη/Εδραίωση του brand και Πρόσληψη / Διατήρηση Προσωπικού κατατάσσονται στην δεύτερη θέση σε ποσοστό 66% και οι δύο, ενώ το 2011 απαντώνται σε ποσοστά 60% και 46% αντίστοιχα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο παράγοντας διαχείριση του κόστους παρουσιάζει σημαντική μείωση από 76% το 2011 σε 58% το 2014, καθώς επίσης και οι φορολογικές ελαφρύνσεις που μειώνονται από 72% το 2011, σε 48% το 2014. Επίσης, είναι εξίσου σημαντική η μείωση που παρατηρείται στον παράγοντα Ενημέρωση των Επενδυτών σε ποσοστό 24% το 2014, από το 58% του 2008.
Η Francesca Lagerberg, Global Leader των φορολογικών υπηρεσιών της Grant Thornton, σχολίασε:
«Η έρευνα μας επιβεβαιώνει ότι η ΕΚΕ και οι ευρύτεροι στόχοι των επιχειρήσεων μπορούν να εναρμονιστούν. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι τα οφέλη από την υιοθέτηση περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνων επιχειρηματικών πρακτικών βρίσκουν εφαρμογή είτε μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων για φιλανθρωπικές δραστηριότητες είτε μέσω χαμηλότερων λογαριασμών κοινής ωφέλειας λόγω των μέτρων ενεργειακής απόδοσης.»
Σύμφωνα με την IBR, η πιο σημαντική πρωτοβουλία της ΕΚΕ που εφαρμόζεται παγκοσμίως τους τελευταίους 12 μήνες είναι οι δωρεές σε κοινωφελείς σκοπούς και φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως αναφέρει το 68% των διευθυντικών στελεχών των επιχειρήσεων. Για την ακρίβεια τα δύο τρίτα (65%) δήλωσαν ότι είχαν συμμετοχή σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, ενώ το 65% ότι η ενεργειακή απόδοση των εταιριών τους και η διαχείριση των αποβλήτων είχε βελτιωθεί. Η Francesca Lagerberg πρόσθεσε: «ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και λόγω της επακόλουθης ύφεσης, η μείωση του κόστους θεωρήθηκε πανάκεια. Το θέμα είναι όμως ότι και η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή η χρήση τοπικών προϊόντων αποκτά επιχειρηματικό νόημα γιατί οι οικονομίες αναπτύσσονται. Σε μια συνεχώς αυξανόμενη και ανταγωνιστική αγορά, παρατηρείται ότι οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πρακτικές ΕΚΕ διαφοροποιούνται με αποτέλεσμα να προκύπτουν μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης.»