Οι ελληνικές ΜμΕ, παρουσιάζουν σημαντικό κενό εξωστρέφειας συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς εξάγουν μόλις το 11% των πωλήσεών τους (έναντι 18% κ.μ.ο. στην ΕΕ). Υπό αυτή την οπτική, είναι σημαντικό να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχει η δυναμική στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα για να επιτευχθεί μία σταδιακή σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα πεδίου της Εθνικής Τράπεζας, σε δείγμα 600 επιχειρήσεων. Καταγράφεται ότι μία στις τρεις ελληνικές ΜμΕ που έχουν ως δυνητικό αντικείμενο τις εξαγωγές αγαθών (κατά κύριο λόγο, επιχειρήσεις των κλάδων της βιομηχανίας και χονδρεμπορίου) είναι εξωστρεφής. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, όπως τονίζεται αρμοδίως, ότι άνω του ενός τρίτου των εξαγωγικών ΜμΕ κατάφεραν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η αρνητική απόκλιση σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, είναι περισσότερο έντονη στους κλάδους πληροφορικής και μηχανημάτων (κατά 28 μονάδες και 10 μονάδες, αντίστοιχα),ενώ, θετικά ξεχωρίζουν τα τρόφιμα και τα ορυκτά τα οποία φαίνεται να υπερτερούν σε όρους εξωστρέφειας έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (κατά 12 μονάδες και 3 μονάδες, αντίστοιχα). Η κάλυψη του κενού αυτού κρίνεται οριακά εφικτή βάσει της δυναμικής που αποτυπώθηκε στην έρευνα πεδίου. Ειδικότερα, η σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα απαιτεί την ενίσχυση της συνολικής εξωστρέφειας στα υψηλά επίπεδα των στρατηγικών εξαγωγέων των οποίων οι εξαγωγές να καλύπτουν το 34% των πωλήσεών τους. Σημειώνεται ότι αποτελούν το 12% των ΜμΕ (καλύπτοντας το 21% των πωλήσεων του τομέα) και χαρακτηρίζονται από δύο στοιχεία: έχουν διαχρονικά ως στρατηγική τους προτεραιότητα την κατάκτηση μεριδίων στις αγορές του εξωτερικού, ενώ, κατάφεραν να αυξήσουν την εξωστρέφειά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης (με τις εξαγωγές να καλύπτουν πλέον το 34% των πωλήσεών τους από 19% το 2008). Οι βασικές πρακτικές που ακολουθούν, σύμφωνα με την έρευνα, είναι:
-Ισχυρή στόχευση στην αποτελεσματική διαχείριση κόστους (δηλώνοντας ότι έχουν κατακτήσει πλεονέκτημα σε όρους μισθολογικού και ενεργειακού κόστους) και στην υιοθέτηση συσκευασίας υψηλής ανταγωνιστικότητας (υποδηλώνοντας υψηλή επένδυση σε marketing, branding και προώθηση).
-Έμφαση στην αξιοποίηση των δομών clusters και των πλεονεκτημάτων δικτύωσης και συνεργειών που αυτά προσφέρουν.
-Προτεραιότητα σε αναπτυγμένες αγορές Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής, στις οποίες τα αποτελέσματα της έρευνάς μας έδειξαν ότι επιτυγχάνονται υψηλότερα περιθώρια κέρδους.
Η ΕΤΕ εντόπισε ΜμΕ με σημαντικές δυνατότητες αύξησης των εξαγωγών τους. Συγκεκριμένα, υφίσταται μερίδιο της τάξης του 11% του τομέα (καλύπτοντας το 17% των πωλήσεων) που έχει κάποια εξαγωγική δραστηριότητα και επιπλέον μερίδιο της τάξης του 15% του τομέα (καλύπτοντας το 12% των πωλήσεων) το οποίο, αν και δεν εξήγαγε κατά τη διάρκεια της κρίσης, δηλώνει ότι έχει θέσει την εξωστρέφεια ως στρατηγική προτεραιότητα για την επόμενη πενταετία. «Αν υπάρξει συνεπής, ταχεία και συντονισμένη στρατηγική υιοθέτησης των παραπάνω βέλτιστων πρακτικών από τη μερίδα αυτή των «δυνητικά στρατηγικών» εξαγωγέων, τότε η σταδιακή σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους εξωστρέφειας κρίνεται εφικτή. Παράλληλα, κατά την πορεία πραγματοποίησης αυτής της δυναμικής, πιθανότατα θα απαιτηθούν συγχωνεύσεις μεταξύ των ΜμΕ και ενίσχυση των διόδων πρόσβασης σε πηγές ρευστότητας», υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά. Στοχεύοντας, ειδικότερα στη διερεύνηση της μελλοντικής εξωστρεφούς δυναμικής του τομέα βιομηχανίας και χονδρεμπορίου, οι αναλυτές σημειώνουν ότι το 42% του εν λόγω τομέα δηλώνει την ενίσχυση των εξαγωγών ως υψηλή στρατηγική προτεραιότητα για την επόμενη πενταετία. Το δυναμικό αυτό κομμάτι των ΜμΕ μπορεί να χωριστεί σε 3 επιμέρους κατηγορίες, βάσει της εξωστρέφειας τους κατά τη διάρκεια της κρίσης:
-Στρατηγικοί εξαγωγείς (21%του τομέα) που αύξησαν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης.
-Αισιόδοξοι εξαγωγείς (9%του τομέα) που μείωσαν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης.
-Πιθανοί εξαγωγείς (12%του τομέα) που δεν εξήγαγαν κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Σε αυτές τις 3 δυναμικές κατηγορίες ΜμΕ σε όρους εξωστρέφειας θα μπορούσε να προστεθεί και μία τέταρτη κατηγορία: Αποθαρρημένοι εξαγωγείς (8% του τομέα), που, ενώ κατάφεραν να αυξήσουν τις εξαγωγές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης, δηλώνουν ότι η εξωστρέφεια δεν αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την επόμενη πενταετία. Μία πιθανή αιτία για αυτή τη «στρατηγική υποχώρηση» είναι η ύπαρξη προβλημάτων ρευστότητας που απορρέουν από τις υψηλές απαιτήσεις (σε μεγάλο βαθμό λόγω υψηλής εξάρτησης από την ελληνική αγορά) και τον τρόπο τιμολόγησης των εξαγωγών που οδηγεί σε χαμηλότερα περιθώρια κέρδους σε σχέση με τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά. Ομοίως, πάντως, με τους αποθαρρημένους εξαγωγείς, οι αισιόδοξοι εξαγωγείς (26% των εξαγωγικών ΜμΕ) αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας. Ωστόσο, οι αιτίες είναι διαφορετικές: Σε αυτή την κατηγορία ΜμΕ δεν παρατηρούνται υψηλές απαιτήσεις ή χαμηλή τιμολόγηση εξαγωγών (ίσως λόγω του ότι δεν ακολουθήθηκε επεκτατική πολιτική, καθώς μείωσαν εξαγωγές κατά την κρίση), αλλά, αντίθετα προβλήματα που σχετίζονται με την κατάσταση στην εγχώρια αγορά (όπως η μεγάλη μείωση πωλήσεων και συνεπακόλουθα προβλήματα χρηματοδότησης).
Τέλος, διευκρινίζεται ότι αφορμή για την αποκρυπτογράφηση της δυναμικής των εξαγωγών αγαθών από τις ελληνικές ΜμΕ (τόσο κατά τη διάρκεια της κρίσης όσο και για την προοπτική της επόμενης πενταετίας), στάθηκε η αξιοσημείωτη βελτίωση που σημείωσε το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2017, όπως αποτυπώθηκε στην ισχυρή άνοδο του δείκτη εμπιστοσύνης των ΜμΕ κατά 14 μονάδες.