Tριβές με τους Ιταλούς της SNAM και τους δύο άλλους εταίρους της κοινοπραξίας, τη βελγική Fluxys και την ισπανική Enagas, που ετοιμάζεται να εξαγοράσει το 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, μπορεί να προκαλέσει η επικείμενη αναθεώρηση του WACC (weighted average cost of capital-σταθμισμένο μέσο κόστος κεφαλαίου) από τη ΡΑΕ.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η Ρυθμιστική Αρχή εξετάζει τη μείωση του σχετικού δείκτη, που αφορά στον συντελεστή απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων, στα επίπεδα που ενέκρινε την περασμένη άνοιξη για τον ΑΔΜΗΕ, δηλαδή γύρω στο 7%, πράγμα που αν τελικά υλοποιηθεί δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στους επενδυτές, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει το επιχειρηματικό τους σχέδιο και το επενδυτικό τους πλάνο με βάση υψηλότερη απόδοση.
Το νέο WACC θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή από 1/1/2019.
Aς σημειωθεί ότι μία απότομη μεταβολή ενός από τους συντελεστές απόδοσης του ΔΕΣΦΑ και συγκεκριμένα της ανάκτησης εσόδων παρελθόντων ετών, ήταν η αφορμή για το ναυάγιο του προηγούμενου διαγωνισμού για την πώληση του Διαχειριστή Αερίου, το 2016.
Bάσει του WACC, το οποίο εγκρίνει η ΡΑΕ μετά από πρόταση που καταθέτει ο Διαχειριστής, καθορίζονται οι ταρίφες του δικτύου, οι οποίες αποτελούν και το έσοδο της εταιρίας.
Ας σημειωθεί ότι και στην πρώτη φάση του διαγωνισμού, οι εταιρίες που διεκδικούσαν τον ΔΕΣΦΑ είχαν ζητήσει από το δημόσιο να εγγυηθεί ότι το WACC θα παραμείνει σταθερό για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να διασφαλιστεί η επένδυση. Πέρα από κάποιες αόριστες διαβεβαιώσεις, τέτοια δέσμευση δεν δόθηκε και παρότι έχουν γίνει επαφές μεταξύ των εκπροσώπων της κοινοπραξίας που κέρδισε τον διαγωνισμό και της ΡΑΕ , μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υπάρχει φως στο τούνελ.
Εν τω μεταξύ τα χρονικά περιθώρια για την αναθεώρηση του WACC στενεύουν, δεδομένου ότι η σχετική απόφαση θα πρέπει να εκδοθεί πριν το τέλος του χρόνου και ακόμα δεν έχει κατατεθεί η εισήγηση του ΔΕΣΦΑ.
Ας σημειωθεί ότι φέτος την άνοιξη, η ΡΑΕ με την απόφασή της για τον καθορισμό του επιτρεπόμενου εσόδου του ΑΔΜΗΕ, του Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, κατά τη ρυθμιστική περίοδο 2018-2021 περιόρισε το μεσοσταθμικό κόστος κεφαλαίου στο 7% για το 2018, στο 6,9% για το 2019, στο 6,5% για το 2020 και στο 6,3% για το 2021. Την αμέσως προηγούμενη τετραετία το WACC για τον ΑΔΜΗΕ ξεκινούσε από το 8% και κατέληγε στο 7,3%. Η μείωσή του προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο τη δυσφορία της κινεζικής State Grid, του στρατηγικού επενδυτή του ΑΔΜΗΕ και σύννεφα στις σχέσεις του δημοσίου με τους -τότε ακόμα- υποψήφιους αγοραστές του ΔΕΣΦΑ.
Ενας από τους βασικoύς λόγους της προς τα κάτω αναπροσαρμογής του WACC είναι η μείωση του ρίσκου της χώρας, το οποίο αποτελεί έναν από τους συντελεστές διαμόρφωσης του δείκτη απόδοσης κεφαλαίων. Όσο η μείωση του ρίσκου όμως δεν αποτυπώνεται στα επιτόκια των ομολόγων του δημοσίου, τόσο πιο δύσκολα οι επενδυτές μπορούν να αποδεχθούν το αναγκαστικό ψαλίδισμα που θα επέλθει στα ρυθμιζόμενο έσοδό τους.
Από την άλλη πλευρά πάντως πληροφορίες αναφέρουν ότι η SNAM, που είναι και ο ηγέτης της κοινοπραξίας, προχωρεί στις διαδικασίες για την ολοκλήρωση της εξαγοράς και βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες, και κυρίως με τη Eurobank, που θα είναι και ο συντονιστής αν απαιτηθεί η συνδρομή και άλλων τραπεζών, για την εξασφάλιση του δανείου, το οποίο θα χρηματοδοτήσει την εξαγορά.
Το συνολικό τίμημα για την απόκτηση του 66% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ ανέρχεται σε 535 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 251,3 εκατ. ευρώ αφορούν στο Δημόσιο, που πουλά το 31% των μετοχών και τα υπόλοιπα 283,7 εκατ. ευρώ στα ΕΛ.ΠΕ (35% των μετοχών)