Στις ΑΠΕ και στις τεχνολογίες διακράτησης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) επενδύουν, όσον αφορά στην πολιτική για το Κλίμα, οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου, συνολικά όμως ο κλάδος υστερεί σημαντικά σε δαπάνες για την προσαρμογή στην οικονομία χαμηλών ρύπων σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του έγκυρου οίκου CDP.
Οι ευρωπαϊκές εταιρίες πετρελαίου πάντως πρωτοστατούν στην όλη προσπάθεια, με προεξέχουσες τη BP, την ιταλική Eni, τη νορβηγική Equinor, τη Total, την ισπανική Repsol και τη Shell, καθώς η έκθεση της CDP τις κατατάσσει στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις 24 μεγαλύτερες, εισηγμένες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου όσον αφορά στην ετοιμότητά τους να προσαρμοστούν στη μετάβαση σε χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Στον αντίποδα βρίσκονται ο κινεζικός κολοσσός CNOOC, η ρωσική Rosneft και η αμερικανική Marathon Oil.
Η CDP κατατάσσει τις πετρελαϊκές εταιρίες με βάση την ικανότητά τους να διαχειριστούν τους τέσσερις κινδύνους για τη μετάβαση στην οικονομία χαμηλών ρύπων, όπως αυτοί προσδιορίζονται από τους Χρηματοοικονομικούς Δείκτες της Ομάδα Εργασίας για το Κλίμα (TCFD), μίας πρωτοβουλίας, της οποίος προεδρεύει ο Μάικλ Μπλούμπεργκ.
Κατά μέσον όρο μόνο το 1,3% των κεφαλαιουχικών δαπανών των πετρελαϊκών εταιριών προορίζεται για την αιολική και την ηλιακή ενέργεια ή τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS), όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης.
Ωστόσο, για τις ευρωπαϊκές εταιρίες η σχετική δαπάνη είναι κατά πολύ υψηλότερη, καθώς φθάνει στο 7% των συνολικών κεφαλαιουχικών τους δαπανών. Όπως υπογραμμίζει η έκθεση στις χώρες εκείνες ή στις ευρύτερες περιοχές όπου η σχετική νομοθεσία είναι πιο αυστηρή παρατηρείται η μεγαλύτερη προσαρμογή των εταιριών, πράγμα που τείνει να διαχωρίσει τις εταιρίες σε περιφερειακές ζώνες, με την ΕΕ από τη μία πλευρά να πρωτοστατεί ενώ ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα καθυστερούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Shell με ετήσια κεφαλαιουχική δαπάνη 25-30 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σχεδιάζει να επενδύσει ποσό από 1 ως 2 δισεκατομμύρια δολάρια σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά τα επόμενα χρόνια.
Μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες όπως η Equinor της Νορβηγίας - η οποία κατέχει την πρώτη θέση στην κατάταξη - προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ανακοινώνοντας το σχέδιό της να επενδύσει το 15-20% των κεφαλαιουχικών της δαπανών σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας έως το 2030, με επίκεντρο τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.
Σύμφωνα με το CDP, η πρόσφατη αλλαγή επωνυμίας της εταιρείας - η οποία αφαίρεσε τη λέξη το "πετρέλαιο" από την επωνυμία της - συμβολίζει μια ευρύτερη στροφή της βιομηχανίας του κλάδου, που προκαλείται από έναν συνδυασμό ρυθμιστικής πίεσης για τη μείωση των εκπομπών ρύπων και τον αυξημένο έλεγχο από τους επενδυτές.
Οι εταιρείες με έδρα τις ΗΠΑ, αντιθέτως, δεν έχουν ενστερνιστεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας με τον ίδιο τρόπο, επειδή η εγχώρια πίεση που τους ασκείται για διαφοροποίηση είναι λιγότερη.
Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 24 εταιρείες της λίστας, οι μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του τρέχοντος δυναμικού ΑΠΕ και σχεδόν του συνόλου των υπό κατασκευή έργων ΑΠΕ, αναφέρει το CDP.
Εταιρείες όπως η Shell, η Total και η Repsol χαρακτηρίστηκαν από το CDP ως οι πιο φιλόδοξες στην προσπάθεια μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα επειδή έχουν υιοθετήσει στόχους περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου, που λαμβάνουν υπόψη τo λεγόμενο «τρίπτυχο των εκπομπών ρύπων», στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι εκπομπές από τις μεταφορές και τα ιδιωτικά αυτοκίνητα.
Σταδιακά, οι ευρωπαϊκές εταιρίες του κλάδου αρχίζουν να εξελίσσοντα από εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου σε εταιρίες ενέργειας.
Η μετατόπιση αυτή είναι επίσης εμφανής στις εξαγορές εταιριών . Από τις αρχές του 2016, έχουν γίνει 148 εξαγορές εταιριών εναλλακτικής ενέργειας και διακράτησης άνθρακα, σύμφωνα με την έκθεση. Συνολικά, ο κλάδος έχει επενδύσει 22 δισ. Δολάρια σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας από το 2010, αναφέρει η έκθεση της CDP.
Εκτός από τις επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία καθαρής ενέργειας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουμε δεκαετίες εμπειρίας στην CCUS, οι οποίες θα είναι ζωτικής σημασίας για τους βαρείς βιομηχανικούς τομείς σε μια οικονομία ουδέτερου του άνθρακα. Σε συνδυασμό με το φυσικό αέριο, θα μπορούσαμε επίσης να τροφοδοτήσουμε το σύστημα με υδρογόνο σε πολύ μεγάλη κλίμακα ", δήλωσε.
Εκτός από τη διαφοροποίηση σε ενεργειακά στοιχεία ενεργειακής απόδοσης, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου μετατοπίζουν επίσης την προσοχή τους σε βραχύτερους επενδυτικούς κύκλους, προκειμένου να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους ευελιξία και την και αντοχή τους, εν όψει των αλλαγών που έρχονται στο μέλλον, αναφέρει η έκθεση της CDP.
Ας σημειωθεί ότι ο κλάδος πετρελαίου και φυσικού αερίου συνδέεται με πάνω από το μισό των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που σχετίζονται με την κατανάλωση ενέργειας, που αντιστοιχούν σε περισσότερους από 17 δισεκατομμύρια τόνους ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, αναφέρει η CDP.