To υψηλό ενεργειακό κόστος, που καλείται να πληρώσει η ελληνική βιομηχανία, περίπου 30% πάνω από αρκετούς διεθνείς ανταγωνιστές της, κυριάρχησε για μία ακόμα φορά χθες, στην εκδήλωση της Ελληνικής Παραγωγής για την παρουσίαση της μελέτης του ΙΟΒΕ με θέμα «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα. Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη».
«Χρειάζεται εθνική συνεκτική πολιτική για τη βιομηχανία. Η αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους, του μη μισθολογικού κόστους και της φορολογίας, κυρίως όσον αφορά στις αποσβέσεις, αποτελούν μονόδρομο για τη στήριξη της βιομηχανίας, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με συσσωρευμένα προβλήματα και τις επιπτώσεις της εγκατάλειψης της από την πολιτεία.» δήλωσε ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της VIOHALCO και επικεφαλής της Ελληνικής Παραγωγής.
Ο κ. Στασινόπουλος υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει ο οδικός χάρτης για τη ν επίτυεξη του στόχου αύξησης της συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ στο 12% έως το 2020 και στο 15% μεσοπρόθεσμα και ζήτησε τη δημιουργία ξεχωριστού υπουργείου βιομηχανικής πολιτικής με διευρυμένες αρμοδιότητες, ή τη δημιουργία μιας μόνιμης διυπουργικής επιτροπής για τη βιομηχανία. Μίλησε για ελλιπή επικοινωνία του κράτους με την παραγωγή τονίζοντας ότι τα μηνύματα της παραγωγής, είτε αγνοούνται είτε χάνονται στην πορεία.
Προειδοοποίησε δε ότι ευνοϊκές συνθήκες που επικράτησαν στις διεθνείς αγορές για τις εξαγωγές ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων τα προηγούμενα χρόνια, μπορεί να μην διατηρηθούν, αν δεν εφαρμοστεί μία συνεκτική βιομηχανική πολιτική.
Οι δηλώσεις αυτές έρχονται σε μία στιγμή που έχει κορυφωθεί η αντίθεση ανάμεσα στη ΔΕΗ και την ενεργοβόρο βιομηχανία για τα νέα τιμολόγια ρεύματος και ενώ αναμένεται να εκδηλωθεί η παρέμβαση της κυβέρνησης για να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, καθώς η βιομηχανία έχει απορρίψει τις προτάσεις της ΔΕΗ για αύξηση των τιμολογίων 10% και κατάργηση των εκπτώσεων.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ που παρουσίασε ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, η εγχώρια μεταποίηση μπορεί να ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας, όμως η ανάκαμψη αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκες της χώρας.
Με βάση στοιχεία της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της ΕΕ, η τιμή του φορτίου βάσης στην Ελλάδα ήταν το δεύτερο τρίμηνο του 2018 σχεδόν 30% υψηλότερη από το μέσο της ΕΕ, αναφέρει η μελέτη και προτείνει συγκεκριμένα μέτρα όπως : Mετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας (target model ΕΕ) χωρίς άλλες καθυστερήσεις, Διερεύνηση μέτρων στήριξης της βιομηχανίας, ειδικά της εντάσεως ενέργειαs, Ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων για συμμετοχή στην Ενεργειακή Ένωση και μείωση των φόρων και λοιπών χρεώσεων, όπως πχ εξίσωση του ΕΦΚ στη μέση και την υψηλή τάση.
Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή της Ελληνικής Παραγωγής, κ. Κώστα Θέο, το υποχρεωτικό pool και ο τρόπος με τον οποίο άνοιξε η αγορά ηλεκτρισμού για να προστατευθεί η ΔΕΗ, έχει οδηγήσει σε ένα επιδοτούμενο ολιγοπώλιο, με αποτέλεσμα μια βιομηχανική επιχείρηση να μην μπορεί να συνάψει διμερή μακροχρόνια συμβόλαιο με παραγωγούς, ενώ δεν έχει πρόσβαση σε προθεσμιακά προϊόντα. Παράλληλα υπογράμμισε το μεγάλο πλήθος των φόρων και χρεώσεων (διπλάσιος ΕΦΚ στη μέση σε σχέση με την υψηλή τάση, φόρος ΔΕΤΕ, ύψος χρέωσης ΥΚΩ, χρέωση Δικτύου Μεταφοράς, χρέωση δικτύου διανομής, ETMEAP, χρέωση εκπομπών CO2) που επηρεάζουν το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων.