Αύξηση των ποσοτήτων ηλεκτρισμού που διαθέτει η ΔΕΗ μέσω των ΝΟΜΕ και τη λήψη πρόσθετων μέτρων για το άνοιγμα της αγορά προιωνίζεται η έκθεση της Κομισιόν, η οποία επιρρίπτει ευθύνες στη ΔΕΗ για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε πώλησης των λιγιτικών μονάδων.
Στην έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία και την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, που ανακοινώθηκε νωρίτερα την Τετάρτη, η Επιτροπή φαίνεται να θεωρεί υπόλογη τη ΔΕΗ διότι δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις των υποψήφιων επενδυτών για μείωση της αποτίμησης των μονάδων καθώς και για την καθυστέρηση στην υιοθέτηση του προγράμματος εθελουσίας εξόδου, παρά τις τέσσερις παρατάσεις που δόθηκαν για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού
Υπογραμμίζει δε ότι η καθυστέρηση στην πώληση των λιγνιτικών μονάδων την οποία θεωρεί κομβική για την απελευθέρωση της αγοράς σπρώχνει προς το τέλος του 2019 το σύνολο των μεταρρυθμίσεων στην αγορά ενέργειας, ενώ αναφέρει ότι συζητεί με την ελληνική πλευρά για την εξεύρεση λύσης.
Παρότι η Κομισιόν δέχεται ότι σημειώθηκε κάποια πρόοδος όσον αφορά τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις στον τομέα της ενέργειας, επισημαίνει η πρόοδος αυτή ήταν αργή.
«Η εκποίηση από τη ΔΕΗ μέρους του δυναμικού της στην παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη (ειδική δέσμευση για το τέλος του 2018) δεν έχει ολοκληρωθεί. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι το dead line που έληγε στις 17 Οκτωβρίου 2018, αναβλήθηκε για τις 8 Φεβρουαρίου 2019 μετά από τέσσερα αιτήματα παράτασης από τις ελληνικές αρχές και ο καθορισμός των όρων της Συμφωνίας Αγοραπωλησίας Μετοχών, SPA) έγινε τον Δεκέμβριο» αναφέρει η έκθεση. «Έγιναν πολλές προσπάθειες από τους επενδυτές να υποβάλουν θετικές προσφορές που θα τους επέτρεπαν να είναι αποδεκτές από τη ΔΕΗ. Έγιναν επίσης προσπάθειες για την εξεύρεση τρόπων μείωσης του μεταβλητού κόστους, όπως η κατάργηση του πρόσθετου τέλους προμηθευτή και του τέλους λιγνίτη και, πιο πρόσφατα, η επέκταση του SPA, ώστε να περιλαμβάνει τους όρους ενός συστήματος εθελουσίας εξόδου.
Παρά τις σημαντικές διαπραγματεύσεις, η ΔΕΗ δεν αποδέχθηκε τις κυριότερες προτάσεις που διατύπωσαν οι δυνητικοί επενδυτές για να διευκολύνουν την αποτίμηση των εγκαταστάσεων και να τους επιτραπεί η υποβολή θετικών προσφορών. Ταυτόχρονα, οι προτάσεις και τα μέτρα της ΔΕΗ, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την προαιρετική συνταξιοδότηση ήρθαν αργά στη διαδικασία.
Μετά την υποβολή των προσφορών από δυο πιθανούς επενδυτές στις 6 Φεβρουαρίου 2019, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ δεν προσδιόρισε καμία προτιμητέα προσφορά που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αποτίμησης και επομένως αποφάσισε να μην υπογράψει το SPA και τις συναφείς συμβάσεις με κάποιον από τους επενδυτές. Δεδομένου ότι η εκποίηση δεν έγινε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, αναζητούνται εναλλακτικοί τρόποι για την ολοκλήρωσή της από τις ελληνικές αρχές τη ΔΕΗ και την Επιτροπή, ώστε να βρεθεί ένας αποδεκτός τρόπος αποκατάστασης της των όρων του υγιούς ανταγωνισμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της ΕΕ.
Οι ελληνικές αρχές σηματοδότησαν την πρόθεσή τους να υποβάλουν νέα πρόταση έως τις αρχές Μαρτίου 2019. Η Επιτροπή καλεί τις αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η νέα αυτή πρόταση θα είναι επαρκώς λεπτομερής ώστε να είναι δυνατή η πραγματοποίηση μιας τεκμηριωμένης αξιολόγησης σχετικά με το κατά πόσον έχει σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις αντιμονοπωλιακές πολιτικές και την ειδική δέσμευση στο τέλος του 2018.
Η εκποίηση των λιγνιτικών μονάδων ήταν στον πυρήνα όλων των ενεργειακών μεταρρυθμίσεων, για να ανοίξει τις αγορές και να προσελκύσει περαιτέρω επενδύσεις και να υποστηριχθούν άλλες εξελίξεις όπως η μετάβαση στο Target Model.
Οι μεταρρυθμίσεις του ενεργειακού τομέα αναγνωρίστηκαν για πολλά χρόνια στο πλαίσιο του ESM και των προγενέστερων προγραμμάτων χρηματοδοτικής βοήθειας ως θεμελιώδους σημασίας για την τόνωση της ανάπτυξης σε ολόκληρη την οικονομία. Η εκποίηση συνιστούσε επίσης δέσμευση της Ελλάδας έναντι του αντιμονοπωλιακού δικαίου (και κατέστη δεσμευτική με την απόφαση της Κομισιόν της 17 Απρίλιος 2018). Εν κατακλείδι η καθυστέρηση στην εκποίηση, αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην υλοποίηση μιας βασικής διαρθρωτικής μεταρρύθμισης και αναπόφευκτα λύσεις σε αυτό το θέμα θα ωθηθούν προς τα τέλη του 2019. Ανεξαρτήτως της μελλοντικής προόδου, η σημερινή κατάσταση της μεταρρύθμισης σε αυτόν τον τομέα θα μπορούσε να ενεργοποιήσει την εξέταση εναλλακτικών δράσεων, καθώς και λαμβάνοντας υπόψη την επαναφορά των πλήρων ποσοτήτων NOME από το σύστημα διόρθωσης, δεδομένου ότι το μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά εξακολουθεί να υπερβαίνει τους στόχους του 50% που περιγράφονται σε προηγούμενες συμφωνίες. Κάτω από το προβλεπόμενο θα χρειαστεί επανεξέταση των NOME και της πιθανής ανάγκης για εναλλακτική πολιτική ή διαρθρωτικά μέτρα» αναφέρει μεταξύ άλλων η έκθεση της Κομισιόν.