Στα πλεονεκτήματα των Πρότυπων Προτάσεων (Unsolicited Proposals) ως εργαλείου για την υλοποίηση χρήσιμων υποδομών με τη χρήση ιδιωτικών κεφαλαίων σε μία περίοδο που το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει περιορισμένους πόρους αναφέρθηκε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ, κ. Αναστάσιος Καλλιτσάντσης, από το βήμα του 4ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.
Αν οι κυβερνήσεις αφήσουν την αγορά να προτείνει, να σχεδιάσει, να χρηματοδοτήσει, να κατασκευάσει και να λειτουργήσει έργα υποδομών, τότε οι δυνατότητες είναι αναρίθμητες , είπε, σημειώνοντας ότι πρόκειται «καθαρά για θέμα πολιτικής βούλησης και λογικής». Πρόκειται για μία λύση που εφόσον σχεδιαστεί κατάλληλα, μπορεί μόνο όφελος να προσφέρει, δήλωσε και κάλεσε την πολιτεία να εξετάσει τη συγκεκριμένη λύση και να διαμορφώσει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο.
Εξάλλου, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΛΑΚΤΩΡ τάχθηκε κατά του κατακερματισμού των μεγάλων έργων και των εξαιρετικά υψηλών εκπτώσεων. «Έργα που κατακερματίζονται με μικρές συμβάσεις, όπου δίνονται εκπτώσεις 50% ή και παραπάνω, από επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε τεχνικά ούτε οικονομικά, και όλα αυτά με τη δικαιολογία ότι το Δημόσιο υλοποιεί τα έργα φθηνά. Τα έργα όμως εγκαταλείπονται στη μέση, επειδή οι ανάδοχοι πτωχεύουν και καθυστερούν, γίνονται κακότεχνα και τελικά πέραν του ότι κοστίζουν πολύ περισσότερο στον Έλληνα πολίτη, τελματώνουν και δεν παρέχουν το ζητούμενο όφελος για την εθνική οικονομία», δήλωσε χαρακτηριστικά
Πρότυπες Προτάσεις (Unsolicited Proposals):
Στην περίπτωση των Πρότυπων Προτάσεων, ο ιδιώτης που διαμορφώνει μία πρόταση για ένα έργο που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν εντάσσεται στον κρατικό σχεδιασμό. Μια πρόταση υποχρεωτικά ανταποδοτική για να είναι και χρηματοδοτήσιμη.
Έστω λοιπόν ότι ο Προτείνων έχει καταλήξει σε ένα έργο υποδομής ανταποδοτικό και με σαφή αναπτυξιακά πλεονεκτήματα, και βέβαια χρηματοδοτήσιμο από ιδιωτικά κεφάλαια και διεθνείς χρηματαγορές, που όμως δεν έχει ενταχθεί στις προτεραιότητες της δημόσιας διοίκησης.
Ο Προτείνων μπορεί μετά από τακτική διαδικασία να υποβάλει σε ειδική υπηρεσία του αρμόδιου Υπουργείου που θα είναι επιφορτισμένη με την αξιολόγηση Πρότυπων Προτάσεων, μία προκαταρκτική προμελέτη βιωσιμότητας - σε συνεργασία και με οικονομικό σύμβουλο - καθώς κι ένα οδικό χάρτη με όλα τα στάδια, όπως κι ένα σχέδιο χρηματοδότησης, το οποίο μπορεί να προβλέπει ακόμα και μηδενική συμβολή από το κράτος.
Εν συνεχεία, εφόσον η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου κρίνει πως η Πρότυπη Πρόταση εναρμονίζεται με το αναπτυξιακό πρόγραμμα της χώρας στον τομέα των Υποδομών και δημιουργεί οφέλη, μπορεί να ζητήσει από τον Προτείνοντα να την εξειδικεύσει, υποβάλλοντας προμελέτες και αναλυτικό οδικό χάρτη, καθώς και επιστολές δέσμευσης από χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
Ακολούθως, το Υπουργείο δρομολογεί μία διαγωνιστική διαδικασία η οποία θα διεξαχθεί με βάση το Νόμο για τα ΣΔΙΤ ή και τις Παραχωρήσεις.
Τι γίνεται στην περίπτωση που μειοδότης ανακηρυχθεί όχι αυτός που έχει καταθέσει την Πρότυπη Πρόταση αλλά κάποιος ανταγωνιστής του;
- Είτε ο ανάδοχος του έργου αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον Προτείνοντα για το κόστος των μελετών και της προπαρασκευής,
- Είτε στον Προτείνοντα προσφέρονται άλλα κίνητρα όπως πχ δικαίωμα προαίρεσης. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να αναλάβει το έργο αν είναι διατεθειμένος να δώσει την ίδια προσφορά με αυτή που αναδείχθηκε ως μειοδότρια στο διαγωνισμό από τον ανταγωνιστή του.
Ποια είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των Πρότυπων Προτάσεων:
- Υλοποιούνται χρήσιμα έργα υποδομών με ιδιωτικά κεφάλαια, χωρίς δέσμευση πόρων του Δημοσίου
- Αναδεικνύονται έργα με αναπτυξιακά κριτήρια και διασφαλισμένη χρηματοδότηση από διεθνείς και εγχώριους χρηματοοικονομικούς φορείς.
- Εξοικονομείται χρόνος. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα έργο στην Ελλάδα από τη στιγμή που ξεκινάει ο σχεδιασμός του μέχρι τη στιγμή που αρχίζουν οι εκσκαφές μεσολαβούν πάνω από 60 μήνες, όταν ο μέσος αντίστοιχος χρόνος για έργα μέσω Πρότυπων Προτάσεων στην Ιταλία περιορίζεται σε 12-18 μήνες.