H επιβολή ενός νέου φόρου στο διοξείδιο του άνθρακα- πέραν της γνωστής επιβάρυνσης από τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων- , που θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος από καύσιμα όπως ο λιγνίτης και το φυσικό αέριο/πετρέλαιο φαίνεται πως βρίσκεται προ των πυλών στην ΕΕ, παρά τις αντιδράσεις βιομηχανιών και αρκετών επιχειρήσεων.
Τον τελευταίο καιρό η σχετική συζήτηση έχει αναζωπυρωθεί στη Γερμανία, όπου υπάρχουν προτάσεις το μέτρο να τεθεί από φέτος σε εφαρμογή και ήδη συγκεντρώνει αρκετούς οπαδούς, αλλά και επικριτές « Αν μια τιμή για τον άνθρακα, ένας φόρος επί της ουσίας, πρόκειται να εισαχθεί φέτος στη Γερμανία, τότε θα πρέπει να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα, ώστε οι εταιρείες να προωθήσουν φιλικές προς το κλίμα επενδύσεις», δηλώνει εκπρόσωπος της DENEFF, της γερμανικής πρωτοβουλίας εταιρειών για την ενεργειακή απόδοση, που είναι από τους βασικούς υποστηριχτές του μέτρου, όπως αναφέρει δημοσίευμα του Euractiv
Τα έσοδα του φόρου θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την ειδική στήριξη φορολογουμένων και επιχειρήσεων που πλήττονται, προκειμένου να προβούν σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να διοχετευτούν στον γενικό προϋπολογισμό της χώρας, όπως συνέβη στην περίπτωση του οικολογικού φόρου.
Με τις θέσεις αυτές της DENEFF συντάσσεται ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων που θεωρεί ότι ο νέος φόρος άνθρακα μπορεί να συμβάλλει στην ασφάλεια του μελλοντικού προγραμματισμού των δραστηριοτήτων τους αλλά και στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών τομέων.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος. Η Ομοσπονδία Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εταιρειών
Με την εισαγωγή της τιμής/φόρου άνθρακα, οι γερμανικές εταιρίες θα αποκτούσαν ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε διεθνές επίπεδο, ενώ αρκετές βιομηχανίες έντασης ενέργειας θα επέλεγαν να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτό η γερμανική βιομηχανία θεωρεί ότι η τιμολόγηση του CO2 είναι λογική, μόνον εφόσον δεν αυξάνει τις τιμές της ενέργειας.
Κατά του φόρου τάσσεται και η κοινή ένωση CDU / CSU μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (MIT). .Ο πρόεδρός της Ένωσης , Carsten Linnemann, δήλωσε στη γερμανική εφημερίδα Passauer Neue Presse, ότι "ένας εθνικός φόρος CO2 θα αποτελούσε πρόσθετη επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, με τα οφέλη για την κλιματική πολιτική να αμφισβητούνται". Υπενθύμισε δε με νόημα τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια σοβαρή υπόθεση.
Η διαμάχη για τον φόρο έχει περάσει και στην πολιτική σκηνή, όπου έχει ξεσπάσει μια ζωντανή συζήτηση για το πώς θα μοιάζει το μοντέλο τιμών για τον άνθρακα. Άλλα κράτη μέλη της ΕΕ όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και η Σουηδία έχουν ήδη εφαρμόσει τα δικά τους μοντέλα.
Η Γερμανία πρέπει να θέσει σε εφαρμογή τον δικό της κανονισμό για την προστασία του κλίματος πριν από το τέλος του έτους. Μέχρι το καλοκαίρι, οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) πρόκειται να αναπτύξουν τις προτάσεις τους σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής του νέου μηχανισμού τιμολόγησης.
. Ποια θα ήταν όμως μια κοινωνικά αποδεκτή τιμή για το; CO 2
Ο κ. Christian Noll, διευθύνων σύμβουλος της DENEFF, δήλωσε ότι "η τιμή του άνθρακα από μόνη της δεν είναι πανάκεια". Μπορεί να συμβάλλει στην επίτευξη των απαιτήσεων που ορίζει ο κανονισμός, μόνον εάν ληφθούν και άλλα μέτρα για την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης.
Ο κ. Noll ελπίζει ότι οι πολιτικές θα επικεντρωθούν σε φορολογικά κίνητρα, σε θέσπιση ελάχιστων προτύπων και σε στοχοθετημένα προγράμματα χρηματοδότησης. Αυτά θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις επιχειρήσεις και τους πολίτες να εφαρμόσουν λύσεις εξοικονόμησης ενέργειας, που θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να περιορίσουν την απαξίωση ορισμένων επενδύσεων στη βιομηχανία. Ανάλογες πολιτικές ήταν πολύ αποδοτικές στη Βρετανία και την Ιρλανδία.
"Το πρόβλημα είναι ότι οι εταιρείες ουσιαστικά επενδύουν μόνο στην κύρια δραστηριότητά τους. Εάν εφαρμοστεί χωρίς συμπληρωματικά μέτρα, η τιμή του άνθρακα θα πρέπει να είναι τόσο υψηλή, ώστε να αποκτήσουν νόημα οι επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση », δήλωσε ο κ. Noll στο EURACTIV.
Όποιος παράγει περισσότερο άνθρακα θα πρέπει να πληρώσει περισσότερα
Εάν η τιμή για τον άνθρακα εφαρμοστεί ως άμεσος φόρος ή εάν επεκταθεί το εμπορικό σύστημα της ΕΕ για τα πιστοποιητικά εκπομπής ρύπων, αυτός που θα πληρώσει το τίμημα είναι ο καταναλωτής. Προς το παρόν εξετάζονται διάφορα μοντέλα, χωρίς ακόμα να έχουν ληφθεί αποφάσεις.
Ωστόσο υπάρχει μία αρχή, που φαίνεται να είναι σεβαστή : Όποιος παράγει άνθρακα θα πρέπει να πληρώνει περισσότερα, το ερώτημα όμως είναι πού τίθενται τα όρια, επειδή οι καταναλωτές δεν είναι πάντα υπεύθυνοι αλλά και επειδή δεν μπορούν όλοι να ανταποκριθούν στο υψηλότερο κόστος ηλεκτρισμού, που θα προκύψει από τη νέα φορολογία.
Η ιδέα ότι το κόστος θα πρέπει να το πληρώσει ο καταναλωτής βρίσκει οπαδούς σε ορισμένες επιχειρήσεις.. Η ελεγκτική εταιρεία Deloitte υποστηρίζει ότι η φορολόγηση της κατανάλωσης θα ισχυροποιούσε την πολιτική για το κλίμα, καθώς η ανανεώσιμη ενέργεια θα ήταν σχετικά φθηνότερη και η μετατόπιση της φορολογικής επιβάρυνσης θα μπορούσε να προωθήσει τη μετάβαση στον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και της θέρμανσης.