Σε ριζικές ανακατατάξεις οδηγεί τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες έντασης ενέργειας, όπως είναι οι κλάδοι των μετάλλων και των λιπασμάτων η πολιτική της ΕΕ για το Κλίμα και την ανθρακική ουδετερότητα, όπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές.
Τα οικονομικά της παραγωγής μετάλλων στην ΕΕ έχουν αλλάξει ανεπιστρεπτί μετά την είσοδο της παραμέτρου των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων (ETS). Η αξία αυτών των δικαιωμάτων, δηλαδή η τιμή για κάθε τόνο εκπεμπόμενου CO 2, αυξήθηκε από τα 4,40 ευρώ/τόνο τον Ιανουάριο του 2013 σε περίπου 25 ευρώ/τόνο τον Ιούνιο του 2019. Πρόκειται για ένα κόστος που «περνά» στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και «ακουμπά» άμεσα πολλούς παραγωγούς, με τις επιπτώσεις ήδη εμφανείς, αν κρίνουμε από την απώλεια μεριδίων των Ευρωπαίων παραγωγών στη παγκόσμια αγορά.
Οι βιομηχανίες μετάλλων και λιπασμάτων είναι ιδιαίτερα ενεργοβόρες, καθώς το 30% ως 70% του συνολικού κόστους παραγωγής του αφορά στο ενεργειακό κόστος. Ετσι οι υψηλές τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα ασκούν συνεχή πίεση στο κόστος παραγωγής ενός μεγάλου φάσματος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένου του χάλυβα, του αλουμινίου, του χαλκού και των παραγωγών αλουμίνας.
Πλέον, το μέλλον τους μοιάζει να εξαρτάται τόσο από τις τιμές του διοξειδίου του άνθρακα, όσο και από την καθαρή θέση κάθε παραγωγού όσον αφορά στα δικαιώματα εκπομπής ρύπων. Παρότι οι τιμές του CO 2 βραχυπρόθεσμα μπορεί να υποχωρήσουν ελαφρά, μεσο-μακροπρόθεσμα εκτιμάται ότι θα αυξηθούν, καθώς η πολιτική κατά των ρύπων αναδεικνύεται στο κεντρικό πολιτικο-οικονομικό αφήγημα της ΕΕ.
Σύμφωνα με τους κανονισμούς που ισχύουν σήμερα, οι βιομηχανίες που αντιμετωπίζουν κίνδυνο «διαρροής άνθρακα» (carbon leakage), το ενδεχόμενο δηλαδή να μετεγκατασταθούν σε τρίτες χώρες με χαλαρότερη περιβαλλοντική πολιτική προκειμένου να γλιτώσουν το κόστος των ρύπων, έχουν λάβει δωρεάν δικαιώματα εκπομπής CO 2. Ετσι το κόστος είναι σημαντικά μειωμένο, σε σχέση με αυτό που θα ήταν χωρίς τα δωρεάν δικαιώματα.
Για πόσο όμως ακόμα θα ισχύει η πολιτική αυτή;
Μια ματιά στην ιστορία των δικαιωμάτων ρύπων δείχνει ότι ενώ η Ευρώπη ξεκίνησε ιδιαίτερα γενναιόδωρα με τη χορήγηση δωρεάν ΕTS, όσο περνούν τα χρόνια και η πολιτική κατά των ρύπων αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος, τόσο λιγοστεύουν τα δωρεάν δικαιώματα. Σήμερα πολλοί παραγωγοί διαθέτουν ακόμα ένα απόθεμα ΕTS για να το διαθέσουν στην αγορά ή να το διακρατήσουν. Αύριο αυτό το απόθεμα δεν θα υπάρχει.
Ο παράγων αυτός επηρεάζει διαφορετικά κάθε ενεργοβόρα βιομηχανία, ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας, τη χώρα της ΕΕ όπου είναι εγκατεστημένη (τιμή ρεύματος και τρόπος αντιστάθμισης) και τον εξοπλισμό της.
Την 1/1/2019 τέθηκε σε εφαρμογή το λεγόμενο «Αποθεματικό Σταθερότητας της Αγοράς». Πρόκειται για το αποθεματικό που σχηματίστηκε με την απόφαση των Βρυξελλών να αποσύρει πολλά δικαιώματα από την αγορά, προκειμένου να στηρίξει τις τιμές του CO 2 και τον θεσμό των ΕTS, τα οποία λίγα χρόνια πριν έμοιαζαν έτοιμα να καταρρεύσουν. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στα τέλη του 2017 με αρχές του 2018, η τιμή των δικαιωμάτων κυμαινόταν ακόμα στα 5-5,50 ευρώ/τόνο, τώρα κινούνται κοντά στα 25 ευρώ/τόνο και τα προγνωστικά μιλούν για 30 ευρώ/τόνο.
Το Αποθεματικό Σταθερότητας ήταν η τρίτη μεταρρύθμιση στον μηχανισμό της εμπορίας ρύπων. Την περίοδο αυτή στις Βρυξέλλες συζητείται και σχεδιάζεται η τέταρτη μεταρρύθμιση, η λεγόμενη «Φάση IV», η οποία θα τεθεί σε εφαρμογή από 1/1/2021
Από τις μέχρι στιγμής πληροφορίες για τη «Φάση IV» των ΕTS προκύπτει ότι κάποια δωρεάν δικαιώματα για τις βιομηχανίες μπορεί να παραμείνουν, όμως η πολυπλοκότητα των νέων κανονισμών θα είναι τέτοια που κάποια εργοστάσια με ανεπαρκείς ή ξεπερασμένες τεχνολογίες θα μείνουν εκτός του νέου σχήματος, κατά πάσα πιθανότητα.
Το 2008 τα δωρεάν δικαιώματα ρύπων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ήταν 62 εκατ, τόνοι CO 2 , το 2013 μειώθηκαν στα 42 εκατ. τόνους και το 2018 στα 30 εκατ. τόνους. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα κατά 20% ως το 2020 και κατά 40% ως το 2030, ενώ ήδη συζητεί και πιέζει να περάσει την λεγόμενη «ανθρακική ουδετερότητα» ως το 2050, δηλαδή οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να είναι ίσες με το CO 2, που απορροφάται. Η υιοθέτηση του στόχου της ουδετερότητας για το 2050 – που αναμένεται να συμφωνηθεί στις αρχές του 2020- σημαίνει αυτόματα υψηλότερο δεσμευτικό στόχο για τη μείωση των ρύπων ως το 2030 και κατά συνέπεια αυστηρότερα μέτρα.
Η αξιολόγηση και η προσαρμογή στους νέους κανονισμούς δεν θα είναι εύκολη υπόθεση ούτε ίδια για όλες τις βιομηχανίες. Θα απαιτήσει βαθιά γνώση του νέου ρυθμιστικού περιβάλλοντος και των επιπτώσεών του στις τιμές των δικαιωμάτων CO 2, αλλά και στην εμπορική και επενδυτική πολιτική κάθε ενεργοβόρου βομηχανίας, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.