Δίνουν και παίρνουν» οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες για το τι μπορεί να περιλαμβάνει το νέο «Πράσινο Deal» της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αφού οι νέοι αυστηρότεροι στόχοι για το Κλίμα, στους οποίους δεσμεύτηκε προσωπικά η πρόεδρος της Επιτροπής, μπορεί να προιωνίζονται περιορισμούς που μέχρι τώρα δεν είχαν προβλεφθεί, σε τομείς όπως το φυσικό αέριο κλπ. Δεν είναι λίγοι δε όσοι υποστηρίζουν ότι οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πιάστηκαν εξ απήνης, από τις ανακοινώσεις της κας φον ντερ Λάιεν και τώρα ξαναγράφουν τη μελλοντική στρατηγική της ΕΕ για το αέριο και την ενέργεια, στη βάση των νέων δεδομένων.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά την ακρόασή της στο Ευρωκοινοβούλιο εν όψει της έγκρισης της υποψηφιότητάς της για την προεδρία της Κομισιόν, δήλωσε ότι θα αυξήσει σε 55% από 40% το στόχο της ΕΕ για τη μείωση των εκπομπών CO 2 ως το 2030 και ότι εντός 100 ημερών από την ανάληψη των νέων καθηκόντων της θα παρουσιάσει ένα νέο «Πράσινο Deal».
Και μόνον η αύξηση του στόχου μείωσης των ρύπων για το 2030 σημαίνει ότι θα απαιτηθούν πρόσθετα μέτρα, απ’ όσα έχουν ληφθεί ή προβλεφθεί ως σήμερα, μέτρα που κατά τους αναλυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη διεύρυνση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Ρύπων (ETS) με τομείς που ως σήμερα είναι εκτός ETS (όπως η θέρμανση, που είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη και δεν υπόκειται σε δικαιώματα άνθρακα) και την αναθεώρηση των επιλέξιμων προς χρηματοδότηση υποδομών, όπως οι αγωγοί κλπ
Το αποθεματικό σταθερότητας της αγοράς του ETS αναμένεται να επανεξεταστεί το 2021, γεγονός που θα μπορούσε να προσφέρει την ευκαιρία για την προσαρμογή των κανόνων στους φιλόδοξους στόχους της νέας προέδρου της Κομισιόν. Άλλοι αναλυτές πιστεύουν ότι η πολιτική συζήτηση για τους στόχους θα ακολουθήσει τη δική της, ξεχωριστή τροχιά, ενώ παράλληλα υπενθυμίζουν ότι οι νόμοι της ΕΕ για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση πρόκειται να επανεξεταστούν το 2023.
Ένα άλλο στοιχείο της δέσμης μέτρων για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσε να είναι η μεταρρύθμιση του κανονισμού στον τομέα των Διευρωπαϊκών Δικτύων Ενέργειας (ΤΕΝ-Ε), βάσει του οποίου αποφασίζεται ποια έργα υποδομής είναι επιλέξιμα για χρηματοδότηση από την ΕΕ, μέσω της πρωτοβουλίας CEF, «Συνδέοντας την Ευρώπη».
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις επιθυμούν να αναθεωρηθούν τα ΤΕΝ-Ε για να σταματήσει η ροή ευρωπαϊκών κονδυλίων στις υποδομές φυσικού αερίου, οι οποίες σύμφωνα με τα στοιχεία έχουν λάβει περί το € 1,5 δις, ή περίπου το ½ των κονδυλίων CEF, που έχουν διατεθεί ως σήμερα.
Το ελάχιστο που αναμένεται από το νέο πακέτο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι να μεταρρυθμίσει το υφιστάμενο πλαίσιο της αγοράς φυσικού αερίου, να καθορίσει τα «πράσινα» αέρια και να οικοδομήσει το πλαίσιο εκείνο που θα προσμετρά τις επιπτώσεις τους για το Κλίμα. Το νέο πλαίσιο θα πρέπει επίσης να αποσαφηνίζει τι ακριβώς εννοεί η ΕΕ με τους όρους "σύζευξη τομέα" (sector coupling) και "ολοκλήρωση τομέα" (sector integration) ή του τρόπου με τον οποίο σκοπεύει να αξιοποιήσει την επιτυχία των Aνανεώσιμων Πηγών Eνέργειας στην παραγωγή ηλεκτρισμού για να βοηθήσει την αποανθρακοποίηση άλλων τομέων.
Σήμερα για παράδειγμα το υδρογόνο εντάσσεται στα πράσινα αέριο. Όμως μόνο ένα μικρό ποσοστό του υδρογόνου που χρησιμοποιείται είναι απαλλαγμένο από άνθρακα. Το πρόβλημα είναι ότι ένα νέο, πιο φιλόδοξο πακέτο για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οδηγεί σε αλλαγές, που θα χρειαστούν πολλά χρονιά για την ενεργειακή βιομηχανία, για να τις εφαρμόσει.
Εν τω μεταξύ, την περίοδο αυτή οι περισσότερες χώρες-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, διαμορφώνουν τα τελικά εθνικά σχέδια για το Κλίμα και την Ενέργεια - που πρόκειται να οριστικοποιηθούν μέχρι το τέλος του 2019. Τα τρία τέταρτα από αυτά τα σχέδια αναφέρουν το υδρογόνο, αλλά χωρίς κάποιο σαφή στόχο ή μέτρα για την ανάπτυξή του
Παράλληλα, διεξάγονται τεχνικές μελέτες σε ολόκληρη την Ευρώπη για να προσδιορίσουν τις ποσότητες του υδρογόνου, που θα μπορούσαν να χειριστούν τα υφιστάμενα δίκτυα και με ποιο κόστος.
Τον Αύγουστο, το Bloomberg New Energy Finance (BNEF) ανέφερε σε σχετική έκθεση ότι το κόστος του υδρογόνου, παραγόμενου από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι πολύ πιθανό να υποχωρήσει σημαντικά τις προσεχείς δεκαετίες, πέφτοντας ήδη από το 2030 γύρω στα 1,40 δολ/ κιλό, τιμή που το καθιστά άμεσα ανταγωνιστικό του φυσικού αερίου. Στην ίδια έκθεση ωστόσο, η BNEF προειδοποίησε επίσης ότι χωρίς πολιτική στήριξη, είναι απίθανο να διαμορφωθεί μια οικονομία το υδρογόνου.
Ας σημειωθεί ότι το υδρογόνο είναι ένα από τα λεγόμενα «πράσινα/ ανανεώσιμα αέρα» που προδιαγράφονται ως τα καύσιμα της μετα-ανθρακικής εποχής. Σήμερα, περίπου τα ¾ της περιορισμένης ποσότητας υδρογόνου παράγεται με τη χρήση φυσικού αερίου, το λεγόμενο «μπλέ υδρογόνο» και ένα μικρό ποσοστό παράγεται με τη χρήση ηλεκτρισμού από ΑΠΕ (πράσινο υδρογόνο).