Οι ακριβές τιμές του ηλεκτρισμού στη χονδρική, περίπου 50% πάνω από τα αντίστοιχα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, προβληματίζουν σοβαρά τους παίκτες στην αγορά και ειδικά τους καταναλωτές, με εύλογη πλέον την ανησυχία ότι οι υψηλές τιμές θα διατηρηθούν και με το νέο μοντέλο αγοράς (target model)
Tα στοιχεία από την πορεία των τιμών, όπως αποτυπώνονται στην τελευταία τριμηνιαία έκθεση της Κομισιόν για τις Ευρωπαϊκές Αγορές Ηλεκτρισμού δείχνουν ότι το φαινόμενο είναι διαχρονικό, αφού τε τελευταία πέντε χρόνια τουλάχιστον, οι τιμές στην Ελλάδα παραμένουν σταθερά υψηλότερες, με την ψαλίδα να ανοίγει τα τελευταία χρόνια αντί να μειώνεται, σε σχέση με τις μέσες ευρωπαϊκές τιμές,
Το υφιστάμενο μοντέλο αγοράς, με έναν δεσπόζοντα παίκτη, τη ΔΕΗ, λίγους και πολύ μικρότερους ιδιώτες παραγωγούς, αποκλειστικά με μονάδες φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με το πλήθος των στρεβλών ρυθμιστικών μέτρων που ελήφθησαν για την επιδότηση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και των ΑΠΕ φαίνεται ότι διαμορφώνει τις μη ανταγωνιστικές τιμές, σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αγορές, παρά το γεγονός ότι σχεδόν το 50% της ζήτησης καλύπτεται από ΑΠΕ και εισαγωγές. Η υποχρεωτική ημερήσια αγορά και το υψηλό εθνικό αποτύπωμα άνθρακα, λόγω των παλαιών και χαμηλής απόδοσης λιγντικών μονάδων έχουν παίξει επίσης το ρόλο τους.
Ενδιαφέρον έχει και πόσο επιδρούν οι ΑΠΕ στις τιμές που διαμορφώνονται στην χονδρική. Για παράδειγμα αν μελετήσουμε τρεις συνεχόμενες ημέρες, στις 26, στις 27 και στις 28 Δεκεμβρίου 2019, με βάση τα στοιχεία του ΗΕΠ προκύπτει ότι στις 26/12, είχαμε χαμηλότερα φορτία , πολλές ΑΠΕ (αιολικά) και η τιμή ορίστηκε και από τις εισαγωγές με την Οριακή Τιμή Συστήματος να κυμαίνεται, πλην μιας ώρας ,κάτω από 60Ευρω/Μwh. Αντίθετα στις 27/12 η συμμετοχή των ΑΠΕ ήταν περιορισμένη και οι τιμές ανέβηκαν στα 80ευρώ /MWH, οριζόμενες και από λιγνίτες, που σημαίνει ότι οι ιδιώτες προσφέρουν σε υψηλές τιμές. Την ίδια ημέρα η ΔΕΗ απέφυγε να λειτουργήσει μονάδες φυσικού αερίου, προτιμώντας τον λιγνίτη, παρά το κόστος ρύπων. Στις 28/12, οι τιμές υποχωρούν, με τις εισαγωγές σε ρόλο ρυθμιστή.
Οι κινήσεις αυτές δείχνουν αφενός ότι όσο η εγχώρια αγορά είναι η ακριβότερη στην περιοχή θα προσελκύει εισαγωγές και αφετέρου ότι όταν υπάρχει μεγάλη παραγωγή ΑΠΕ οι τιμές στην χονδρεμπορική τείνουν να υποχωρούν.
Καθώς προχωρούμε προς την εφαρμογή του target model- από τον Ιούνιο του 2020 όπως έχει εξαγγελθεί, παραμένει το μεγάλο ερώτημα αν οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις επαρκούν για να οδηγήσουν σε ανταγωνιστικές τιμές την νέα ελληνική αγορά ή διατηρούν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις.
Εντός του 2020 θα λειτουργήσουν τέσσερις νέες αγορές στο πλαίσιο του target model, θα ακολουθήσει η σύζευξη της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές της Βουλγαρίας και Ιταλίας, θα ξεκινήσει η απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων με στόχο να έχουν σβήσει όλες έως το 2023 (εκτός της υπό κατασκευή Πτολεμαϊδας 5) και θα επιταχυνθεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ έως το 2030.
Πέρα από τη γενικότερη ευρωπαϊκή πολιτική της κατάργησης του άνθρακα ως το 2050, βασικό επιχείρημα για την εσπευσμένη απόσυρση των εγχώριων λιγνιτικών μονάδων είναι ότι η λειτουργία τους είναι ζημιογόνος για τη ΔΕΗ (υπολογίζεται η ζημιά περίπου σε 200εκ/έτος κατά την ΔΕΗ), με μόνη εξαίρεση τη νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 που θα λειτουργήσει το 2022 για να σταματήσει το 2028, έχοντας κοστίσει περί το 1,5 δις Ευρώ στη ΔΕΗ. Με τόσο υψηλές ζημιές από τον λιγνίτη και την προοπτική απόσυρσης το 2023 της μονάδας στη Μελίτη- σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο που ανακοίνωσε ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ κ. Γιώργος Στάσσης, είναι απορίας άξιο γιατί κάποιους μήνες πριν η ΔΕΗ αρνήθηκε να πουλήσει τη μονάδα της Μελίτης, τουλάχιστον για να περιορίσει τις ζημιές της.
Το «σβήσιμο» των λιγνιτικών μονάδων προϋποθέτει την κατασκευή νέων μονάδων συνδυασμένου κύκλου περίπου 2.000 MW με καύσιμο φυσικό αέριο, προκειμένου να υπάρξει μία στοιχειώδης επάρκεια στο σύστημα. Το εισαγόμενο φυσικό αέριο, που αντικαθιστά τον εγχώριο λιγνίτη, αποτελεί πλέον το ενδιάμεσο καύσιμο για τη μετάβαση στη μετα ανθρακική εποχή. Πρόκειται για νέες επενδύσεις, με αξία που ξεπερνά το 1 δις Ευρώ, αλλά αμφίβολο χρονικό ορίζοντα απόσβεσης, καθώς η παράλληλη ανάπτυξη των ΑΠΕ με στόχο να τις υποκαταστήσουν πλήρως ακόμα και νωρίτερα από το 2050, δεν εξασφαλίζει την λειτουργία τους ως μονάδες βάσης για όλους τους μήνες του χρόνου και για όλες τις μονάδες.
Αναλυτές εκτιμούν ότι, η ΔΕΗ, κλείνοντας τις λιγνιτικές μονάδες ή αποσύροντας τες ως στρατηγική εφεδρεία υπό τις εντολές του ΑΔΜΗΕ, χάνει τη δύναμη να επηρεάζει την τιμή της αγοράς προς τα κάτω και μένει με μόνο όπλο τις παλιές της μονάδες φυσικού αερίου, που δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν τις νέες μονάδες των ιδιωτών. Την ίδια στιγμή θα παραμένει με υψηλό ποσοστό ο κυρίαρχος προμηθευτής και μάλιστα με μερίδιο λιανικής κατά πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με την παραγωγή της.
Οι νέες μονάδες ΑΠΕ θα χρηματοδοτούνται από την αγορά, που σημαίνει ότι θα προσφέρουν ενέργεια τόσο στη χονδρεμπορική αγορά όσο και με μακροχρόνια συμβόλαια, με τη ΔΕΗ να είναι ένας από τους εν δυνάμει αγοραστές.
Το τι θα συμβεί με τις τιμές είναι το άλλο μεγάλο ερώτημα. Ακόμα και αν από την εξίσωση αφαιρέσουμε τις διεθνείς διακυμάνσεις τιμών του φυσικού αερίου- από το οποίο πλέον η εξάρτηση θα είναι πολύ πιο άμεση και έντονη καθώς δεν θα υπάρχει ο εγχώριος λιγντίτης για να μετριάσει μία πχ ξαφνική άνοδο του φυσικού αερίου- οι διάφορες στρεβλώσεις που παρεισφρύουν στον σχεδιασμό του ελληνικού Target model είναι πολύ πιθανόν να διατηρήσουν ή ακόμα και να αυξήσουν τη ψαλίδα τιμών με την ευρωπαϊκή αγορά,
Μία τέτοια στρέβλωση, όπως υποστηρίζουν οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές ηλεκτρισμού, είναι για παράδειγμα η εισαγωγή νέων ρυθμίσεων, που θα περιορίζουν την ενέργεια που θα πουλάει η ΔΕΗ εκτός της αγοράς, πχ με διμερή συμβόλαια στην αγορά Over The Counter ( OTC), μία πρακτική διαδεδομένη σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές).
Το επιχείρημα υπέρ της θέσπισης ορίου είναι ότι πρέπει να υπάρχει ικανοποιητική ρευστότητα στην αγορά επόμενης ημέρας ώστε να μπορούν να ανακτούν οι ηλεκτροπαραγωγοί το πραγματικό κόστος τους. Μπορεί όμως να υπάρξει και άλλη ανάγνωση, καθώς με αυτόν τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα στους ηλεκτροπαραγωγούς να επιβάλλουν τις τιμές που θέλουν σε όλες τις αγορές, ακόμη και στην προθεσμιακή αγορά, αντίθετα με ότι συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι βιομηχανικοί καταναλωτές.