Τη συνάντηση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα, κατά την οποία συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός στην επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας σχολιάζει η Süddeutsche Zeitung.
Συγκεκριμένα, η SZ χαρακτηρίζει τον Ερντογάν «ικέτη» του Κρεμλίνου και σημειώνει: «Ο πόλεμος στο Ιντλίμπ, το τελευταίο προπύργιο των ανταρτών στη Συρία, δεν μπορεί πλέον να κερδηθεί από τον Ερντογάν και με τους συμμάχους του, τους αντάρτες της Συρίας. Ο Πούτιν έχει τον Ερντογάν στο χέρι. Ο εμφύλιος στη Συρία που μαίνεται εδώ και εννιά χρόνια έχει κριθεί, η ανάκτηση του Ιντλίμπ είναι θέμα εβδομάδων ή μηνών. Τα στρατεύματα του Ερντογάν μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσουν τη νίκη του δικτάτορα της Συρίας Μπασάρ Αλ-Άσαντ (…) Όσο ο Πούτιν έχει το πάνω χέρι στον Άσαντ και ρωσικά μαχητικά βομβαρδίζουν το Ιντλίμπ, ο Ερντογάν παραμένει ο ηττημένος. Για τον Τούρκο πρόεδρο, η παρουσία στο Κρεμλίνο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παιχνίδι με τον χρόνο, για να σώσει την υπόληψή του και να περιορίσει τις μεγαλύτερες εσωπολιτικές ζημίες (…) H Toυρκία δεν έχει τίποτα να κερδίσει στη Συρία απέναντι στην ανώτερη στρατιωτική δύναμη της Ρωσίας».
Σε άλλο σημείο το σχόλιο παρατηρεί ότι «ο Ερντογάν άλλωστε εξαρτάται από τον Πούτιν» δεδομένου ότι «η Ρωσία είναι ο δεύτερος σημαντικότερος εταίρος της Τουρκίας, η Μόσχα κατασκευάζει στην Άγκυρα έναν πυρηνικό σταθμό, προμηθεύει σιτηρά και οι Ρώσοι τουρίστες φθάνουν στην Τουρκία κατά εκατομμύρια. Εάν οι δύο χώρες εμπλακούν τώρα και σε έναν οικονομικό πόλεμο, η Άγκυρα θα χάσει και πάλι. Η τουρκική οικονομία είναι τόσο ασθενής, που ο Ερντογάν πρέπει να φοβάται, ότι λόγω της περαιτέρω ύφεσης και της ανεργίας, θα χάσει τη στήριξη των πολιτών του». Το σχόλιο υπογραμμίζει τέλος ότι «η εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία είναι για τον Πούτιν χρήσιμη σε κάθε περίπτωση» και στο σημείο αυτό κάνει αναφορά στην παράδοση συστημάτων αεράμυνας S-400 από τη Ρωσία στην Τουρκία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ. «Για το ΝΑΤΟ οι S-400 αποτελούν το κατεξοχήν διαβολικό σύστημα εν μέσω όλων των σύγχρονων πολεμικών συστημάτων αυτού του πλανήτη».
Πούτιν - Ερντογάν
Παρότι η «Επιχείρηση Ασπίδα της Άνοιξης» παρουσιάστηκε είχε παρουσιαστεί από την Τουρκία ως μια προσπάθεια να επιφέρει το αποφασιστικό χτύπημα στην κυβέρνηση Άσαντ, στην πραγματικότητα ήταν μια προσπάθεια να ανασχέσει την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης που έφερνε η σταδιακή προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων με την υποστήριξη της Ρωσίας και ομάδων που στηρίζονται από το Ιράν.
Η μεγάλη μετακίνηση δυνάμεων και εξοπλισμού από τη μεριά της Τουρκίας σκοπό είχε να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας ταχείας ανακατάληψης της ζώνης αποκλιμάκωσης της Ιντλίμπ που αφενός θα περιόριζε το πολιτικό βάρος των ένοπλων ομάδων της αντιπολίτευσης που στηρίζει η Άγκυρα, αφετέρου θα δημιουργούσε μια μαζική φυγή αμάχων προς την Τουρκία επιδεινώνοντας την προσφυγική κρίση.
Μόνο που αυτό εξαρχής σήμαινε επίσης και τον ορίζοντα μιας ρωσικής παρέμβασης. Ανεξαρτήτως των επιθετικών τόνων από τη μεριά της Άγκυρας έναντι του καθεστώς, εύκολα κανείς παρατηρούσε ότι η Τουρκία απέφευγε να ασκεί κριτική στη Ρωσία, παρότι γνώριζε ότι οι επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων είχαν και ρωσική κάλυψη, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου που ασκεί η Ρωσία στον εναέριο χώρο της Συρίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία στηρίζεται στις ρωσικές εγγυήσεις ότι δεν θα υπάρξει ξανά προσπάθεια για οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στο συριακό έδαφος.
Η Τουρκία ήλπιζε ότι θα μπορούσε να συνδυάσει πολεμικές επιτυχίες, όπως π.χ. θα ήταν μια πλήρης ανακατάληψη της Σαρακέμπ με πολιτική πίεση ώστε να επιστρέψουν τα πράγματα εκεί που ήταν όταν υπογράφηκαν τα σχετικά μνημόνια στο Σότσι το 2018 και ανακόπηκε η τότε προέλαση των κυβερνητικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ.
Ταυτόχρονα, αντιλαμβανόταν ότι δύσκολα η Ρωσία θα συναινούσε σε κάτι, μια που σαφής θέση της Ρωσίας είναι να ολοκληρωθεί κάποια στιγμή η περιοχή από τις ένοπλες ισλαμικές ομάδες που η Μόσχα θεωρεί τρομοκρατικές, την ώρα που η ίδια η Τουρκία αντιλαμβανόταν ότι τυχόν απόπειρα να επιβάλει νέο συσχετισμό με τη δύναμη των όπλων θα σήμαινε μια παρατεταμένη αιματηρή και τελικά αλυσιτελή πολεμική εμπλοκή.
Η Ρωσία από τη μεριά της παρότι επιμένει στο στόχο της πολιτικής ενοποίησης όλης της Συρίας, θέλει να εξασφαλίσει ότι παραμένει ο εγγυητής της πολιτικής διαδικασίας στη Συρία και με αυτή την έννοια επιθυμούσε να διαμεσολαβήσει μια εκεχειρία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι δεν αναιρούσε τα όποια βήματα προόδου είχαν στην Ιντλίμπ.
Γι’ αυτό το λόγο και η Ρωσία δεν έσπευσε να ικανοποιήσει τις αρχικές τουρκικές απαιτήσεις, εκτιμώντας ότι η ίδια η πίεση από τις εξελίξεις στο μέτωπο θα έκανε την Άγκυρα να υιοθετήσει πιο ρεαλιστικές απόψεις. Όντως, μετά την κλιμάκωση των τουρκικών απωλειών η Τουρκία επέμεινε για συνάντηση με διαφορετικές αφετηρίες. Δεν είναι τυχαίος ο συμβολισμός ότι για μια συνάντηση που κυρίως την ζήτησε η Τουρκία, ήταν ο Τούρκος πρόεδρος που έσπευσε στη Μόσχα.
Συμφωνία
Η ίδια η συμφωνία έχει τις εξής πλευρές με βάση τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας:
Η Τουρκία και η Ρωσία, ως εγγυήτριες της εκεχειρίας συνομολογούν την επιμονή τους στην ακεραιότητα της Συρίας και στην ανάγκη να υλοποιηθούν οι αποφάσεις του ΟΗΕ για την πολιτική διαδικασία και την ειρήνευση (όπως προβλέπονται από την απόφαση 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ), όπως και στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και όλων των οργανώσεων που το Συμβούλιο Ασφαλείας θεωρεί τρομοκρατικές.
Από εκεί και πέρα η συμφωνία προβλέπει εκεχειρία εκεί όπου είναι τα πράγματα σήμερα (‘line of contact’) και εκεί που βρίσκονται αντιμέτωπες οι αντιμαχόμενες πλευρές. Δεν τίθεται δηλαδή κάποιο θέμα επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, πριν την τρέχουσα κλιμάκωση των συγκρούσεων.
Ο ιδιαίτερα κρίσιμος αυτοκινητόδρομος Μ4, που συνδέει τη Λατάκια με τη Σαρακέμπ και μετά συνδέεται με τον Μ5 προς το Χαλέπι, θα περιπολείται από κοινού από τις Ρωσικές και Τουρκικές δυνάμεις και θα εντάσσεται σε έναν «διάδρομο ασφαλείας» 6 χλμ προς τα βόρεια και τα νότια αντίστοιχα.
Θυμίζουμε ότι ήδη οι κυβερνητικές δυνάμεις ανέκτησαν τον έλεγχο του αυτοκινητοδρόμου Μ5 που ενώνει τη Δαμασκό και το Χαλέπι. Το άνοιγμα των δύο αυτοκινητοδρόμων ήταν βασικός στόχος και των κυβερνητικών δυνάμεων καθώς σηματοδοτεί την επικοινωνία μεταξύ των βασικών κέντρων της χώρας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκία θα μεταφέρει μεν επιπλέον δυνάμεις στην Ιντλίμπ, όμως ο χαρακτήρας της «Επιχείρησης Ασπίδα της Άνοιξης» θα αλλάξει.
Τι κερδίζει και τι χάνει η Τουρκία
Από τη συμφωνία αυτή η Τουρκία εξασφαλίζει ότι διατηρεί μια παρουσία στη ζώνη αποκλιμάκωσης της Ιντλίμπ και ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία. Δεν κερδίζει όμως τη βασική της επιδίωξη που ήταν να επιστρέψουν τα πράγματα εκεί που ήταν πριν από τις τελευταίες κινήσεις των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων.
Η συμφωνία δηλαδή επικυρώνει την τροποποίηση του συσχετισμού που έχει υπάρξει τις τελευταίες εβδομάδες και αυτό στην πραγματικότητα είναι κέρδος για την κυβέρνηση Άσαντ.
Η Τουρκία αποφεύγει μια παρατεταμένη και αιματηρή εμπλοκή, διατηρώντας ταυτόχρονα στρατιωτική παρουσία, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει ότι πραγματικά κέρδισε κάτι παραπάνω. Κερδίζει χρόνο, όμως σε ένα πεδίο τροποποιημένο.
Και κυρίως για άλλη μια φορά αντιλαμβάνεται ότι όσες στρατιωτικές δυνάμεις και εάν μετακινήσει εξακολουθεί να εξαρτάται από την επιθυμία της Ρωσίας να παίξει ρόλο εγγυητή.