Τα απανωτά κραχ στη διεθνή οικονομία από την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου ως την κατάρρευση των μετοχών στα περισσότερα χρηματιστήρια και τις αρνητικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων για ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας, περιλαμβανομένης και της ελληνικής, εξ αιτίας του κορωνοϊου, έχουν δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα και μεγάλη αβεβαιότητα.
Οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν τη μεγαλύτερη πτώση μετά το 1991, όταν οι ΗΠΑ ξεκίνησαν τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ μετά την εισβολή στο Κουβέιτ. Το πετρέλαιο Brent στο Λονδίνο λίγο πριν το κλείσιμο της συνεδρίασης έχανε 22%, έχοντας υποχωρήσει στα 35,45 δολ/βαρέλι και το αμερικανικό πετρέλαιο αναφοράς, το WTI έχανε 20%, κατρακυλώντας στα 33,15 δολ/βαρέλι.
Η ελεύθερη πτώση του πετρελαίου ξεκίνησε με αφορμή τον πόλεμο τιμών που ξέσπασε μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Οι δύο χώρες δεν συμφώνησαν στην εκ νέου περικοπή της παραγωγής πετρελαίου, που ήταν το αντικείμενο της συνάντησης των χωρών μελών του “ΟΠΕΚ +” το Σαββατοκύριακο.
Στον “ΟΠΕΚ +” εκτός από τις παραδοσιακές χώρες -μελη του ΟΠΕΚ συμμετέχει από το 2016 και η Ρωσία. Από το 2016 που λειτουργεί το σχήμα αυτό μέχρι σήμερα η παραγωγή πετρελαίου των χωρών- μελών μετά από διαδοχικές μειώσεις έχει περικοπεί συνολικά κατά 2,1 εκατ. βαρέλια την ημέρα, σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται το CNN.
Η Σαουδική Αραβία προωθούσε περαιτέρω περικοπή, με στόχο συνολικά η μείωση να φθάσει στα 3,6 εκατ.βαρέλια την ημέρα, καθώς όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα οι τιμές του αργού, όπως και του φυσικού αερίου υποχωρούσαν διαρκώς λόγω κορωνοϊού και των επιπτώσεών του στην οικονομία, κυρίως στην Κίνα, όπου η ζήτηση έχει περιοριστεί σημαντικά λόγω της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Αλλά ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν διαφώνησε με το σχέδιο των Αράβων, προφανώς γιατί δεν θέλει να χάσει μερίδιο αγοράς προς όφελος των ΗΠΑ. Η Μόσχα θεωρεί ότι οι συνεχείς περικοπές παραγωγής του ΟΠΕΚ αφήνουν όλο και περισσότερο χώρο στους Αμερικανούς παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου να κατακτήσουν τη διεθνή αγορά.
Οι ΗΠΑ έχουν ήδη καταλάβει τη θέση του μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου παγκοσμίως και αναμένεται στο πρώτο τρίμηνο του έτους να παράγουν περί τα 13 εκατ. βαρέλια/ημέρα.
Μετά τη ρήξη των σχέσεων με τη Ρωσία, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να κυνηγήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς μειώνοντας τις τιμές για τους καλούς πελάτες της κατά 4-7 δολ/βαρέλι. Πληροφορίες μάλιστα αναφέρουν ότι το Ριάντ σχεδιάζει αύξηση της παραγωγής του πάνω από τα 10 εκατ. βαρέλια/ημέρα.
Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία εποχή που λογω του κορωνοϊού η ζήτηση για πετρέλαιο υποχωρεί παγκοσμίως. Ειδικά στην Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου, απορροφώντας περί τα 10 εκατ βαρέλια/ημέρα. Πολλά εργοστάσια παραμένουν κλειστά εξ αιτίας της επιδημίας, που εξαπλώνεται και σε άλλες χώρες, αεροπορικές πτήσεις και ταξίδια ακυρώνονται παγκοσμίως, πολλές επιχειρήσεις δεν λειτουργούν. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανακοίνωσε χθες πως η παγκόσμια ζήτηση θα υποχωρήσει, για πρώτη φορά από την ύφεση του 2009.
Για τις χώρες που παράγουν πετρέλαιο η όλη εξέλιξη οδηγεί σε μείωση των εσόδων τους. Το πόσο θα επηρεαστεί η κάθε μία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κόστος παραγωγής. Για παράδειγμα οι χώρες του Κόλπου έχουν το χαμηλότερο κόστος εξόρυξης πετρελαίου - εκτιμάται μεταξύ 2- 6 δολ/βαρέλι για τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ. Οι κυβερνητικές τους δαπάνες όμως είναι τόσο υψηλές που εκτιμάται ότι χρειάζονται μία τιμή πώλησης της τάξης των 70 δολαρίων το βαρέλι για να καλύψουν τον προϋπολογισμό τους.
Για τις χώρες που καταναλώνουν πετρέλαιο η κατάσταση είναι διαφορετική. Χώρες όπως η Ελλάδα, η Κίνα, η Ινδία, η Γερμανία μπορούν να επηρεαστούν θετικά, αλλά το όποιο όφελος θα μπορούσε να εξανεμιστεί από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στην οικονομία, από τον τουρισμό ως τις μεταφορές και όλες τις άλλες δραστηριότητες.
Τα πράγματα δεν είναι απλά. Η κρίση στις χώρες- παραγωγής πετρελαίου μπορεί σαν τσουνάμι να συμπερασύρει εταιρικά ομόλογα, πρώτα των εταιριών ενέργειας, στη συνέχεια εταιριών που συναλλάσσονται με αυτές, τραπεζικά δάνεια και να προκαλέσει από μόνη της μία νέα κρίση, η οποία με τη σειρά της να εξαπλωθεί στη διεθνή οικονομία. Οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι έχουν αρχίσει να υποβαθμίζουν τις προβλέψεις τους για τη φετινή ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, οι χώρες που πλήττονται από τον κορωνοϊό να ανακοινώνουν έκτακτα μέτρα για την τόνωση της οικονομικής τους δραστηριότητας.
Η αβεβαιότητα και η αστάθεια έχουν επιστρέψει.