‘Ενας “κρυφός πόλεμος” ανάμεσα στις μεγάλες εταιρίες παραγωγής ηλεκτρισμού, που διαθέτουν σταθμούς με συμβατικά καύσιμα και μονάδες ΑΠΕ και τους μικρότερους ομολόγους τους στις ΑΠΕ δείχνει να ξεσπά στη Γερμανία, με αρκετές εταιρίες να ανησυχούν μήπως οι “μεγάλοι” της ηλεκτρικής ενέργειας σταδιακά τους εκδιώξουν από την αγορά.
Τον προβληματισμό αυτό δείχνουν να συμμερίζονται και αρκετοί εγχώριοι παραγωγοί με ΑΠΕ, που βλέπουν σταδιακά την αγορά να αλλάζει με την είσοδο μεγάλων παικτών με μεγάλα έργα, αλλά και πολλές εξαγορές μικρότερων μονάδων.
Το έναυσμα για τις τελευταίες εξελίξεις στη Γερμανία, με τη μήνυση κατά της Κομισιόν,το έδωσε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εγκρίνει τo 2019 τη συμφωνία μεταξύ των δύο μεγάλων εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, της Ε.Ο.Ν και της RWE. Mε βάση τη συμφωνία, στην E.ON θα περάσουν όλα τα συμβόλαια προμήθειας, τα δίκτυα και τα σημεία μέτρησης της RWE και της θυγατρικής της Innogy. Σε αντάλλαγμα, η RWE θα λάβει όλες τις συμβατικές και ανανεώσιμες μονάδες παραγωγής ενέργειας, καθώς και τις δραστηριότητες χονδρικής της E.ON.
Στην εγκριτική της απόφαση η Επιτροπή δεν φάνηκε να εντοπίζει τον κίνδυνο να περιοριστεί ο ανταγωνισμός στη γερμανική αγορά. Δεν είναι λίγες όμως οι εταιρίες, που διαβλέπουν ενδεχόμενο στρέβλωσης του ανταγωνισμού, ενώ αναλυτές υπογραμμίζουν ότι διακυβέβευεται ακόμα και η ίδια η φιλοσοφία της ΕΕ για την ανανεώσιμη ενέργεια, που εκτός από φιλική για το περιβάλλον έχει επικοινωνηθεί και ως μία μορφή ενέργειας, που συμβάλλει στην αποκέντρωση και τον «εκδημοκρατισμό» της παραγωγής ηλεκτρισμού, με την ανάπτυξη μονάδων από πολλούς μικρούς και μεσαίους παραγωγούς, ακόμα και από τους ίδιους τους καταναλωτές, οι οποίοι στο νέο μοντέλο γίνονται αυτοπαραγωγοί.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα, μία εταιρία παραγωγής πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας, η γερμανική Naturstrom AG και δέκα δημοτικοί και περιφερειακοί προμηθευτές ενέργειας κατέθεσαν μήνυση κατά την Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΚ), για το θέμα αυτό και συγκεκριμένα για την έγκριση της συμφωνίας E.ON – RWE.
Οι επικριτές της συμφωνίας υποστηρίζουν ότι μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη αναδιοργάνωση του γερμανικού ενεργειακού τομέα, παρότι μέχρι σήμερα οι “Τέσσερις Μεγάλοι” της γερμανικής αγοράς προμήθειας διαχειρίζονται μόνον ένα σχετικά περιορισμένο μερίδιο της αγοράς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το μεγαλύτερο κομμάτι τη αγοράς αυτής εξακολουθεί να καθορίζεται από μικρούς προμηθευτές ή από μεμονωμένα έργα ΑΠΕ.
Ο πρόεδρος της Naturstrom, κ. Τhomas Banning όμως ανησυχεί ότι στο μέλλον θα αλλάξουν πολλά πράγματα, θεωρώντας ως κρίσιμο παράγοντα τη δυνατότητα μίας εταιρίας να συνδυάζει στο παραγωγικό της χαρτοφυλάκιο τόσο σταθμούς ΑΠΕ, όσο και συμβατικές μονάδες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της RWE, η οποία επιπλέον αποκτά και μεγαλύτερη δύναμη στην εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. Με τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας, η RWE δραστηριοποιείται στην πρωτογενή αγορά και με τις AΠΕ στο άμεσο μάρκετινγκ στην σποτ αγορά του Χρηματιστηρίου Ενέργειας.
Μάλιστα στον τομέα των ΑΠΕ, η RWE δεν διενεργεί μόνον για λογαριασμό των δικών της μονάδων, αλλά και ως φορέας συλλογικής εκπροσώπησης πολλών μεσαίων παραγωγών.
Το πρόβλημα για τη Naturstrom είναι ότι ένας μεγάλος παίκτης, εν προκειμένω η RWE, έχει πρόσβαση σε δύο διαφορετικά κανάλια trading, καθώς και σε διαφορετικές εγκαταστάσεις παραγωγής και έτσι μπορεί να μετατοπίζει το δυναμικό παραγωγής της μεταξύ διαφορετικών τεχνολογιών και μορφών μάρκετινγκ, επηρεάζοντας τις τιμές στην Αγορά της Επόμενης Ημέρας. Στην εν λόγω αγορά οι μονάδες δίνουν προσφορές ανά ώρα για την επόμενη ημέρα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως υποστηρίζει η Naturstrom, ένας μεγάλος παίκτης διαθέτει ένα χρονικό περιθώριο 12-36 ωρών, κατά το οποίο θα μπορούσε να συμπεριφερθεί διαφορετικά από ό, τι είχε ανακοινώσει την προηγούμενη ημέρα. Θα μπορούσε για παράδειγμα να μειώσει τις ποσότητες ηλεκτρισμού από ορισμένες μονάδες και να αυξήσει άλλες, πουλώντας τη δική του ηλεκτρική ενέργεια σε ιδιαίτερα υψηλή τιμή ή να αγοράσει ηλεκτρική ενέργεια από τρίτους σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή. Και δεν είναι μόνο ζήτημα των δυνατοτήτων των δικών του μονάδων παραγωγής ενέργειας, αλλά και των ποσοτήτων που μπορεί να διαχειριστεί για τρίτους. Αυτή η δυνατότητα αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε περιόδους υπερβάλλουσας ή πολύ χαμηλής προσφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, καθώς είναι εύκολο να χειραγωγήσει την αγορά προς ίδιον συμφέρον.
«Κανένας άλλος παίκτης στη γερμανική αγορά δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό, εκτός από την RWE» δήλωσε στο Euractiv o πρόεδρος της Naturstrom.
Σε αυτό μάλιστα το σημείο εδράζεται η μήνυση που κατέθεσε η εταιρία κατά της Κομισιόν, καθώς αμφισβητεί ότι η Επιτροπή εξέτασε την παράμετρο αυτή και τις λεπτομέρειές της. Εφόσον δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό διέπραξε τυπικά ένα μεγάλο σφάλμα και επειδή χρειάστηκε περίπου ένα χρόνο για να ληφθεί η απόφαση, η Naturstrom θεωρεί ότι δεν επρόκειτο για αβλεψία αλλά για μια συνειδητή προσέγγιση, που αλλοιώνει τον ανταγωνισμό σε βάρος των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων του κλάδου.