Στη δεύτερη φάση εισέρχεται η διαμάχη της ΔΕΗ με τις μεγάλες βιομηχανίες της χώρας για τα τιμολόγια ρεύματος, με την εταιρία ηλεκτρισμού να στέλνει πλέον ατομικά ειδοποιητήρια στις βιομηχανίες-πελάτες της ότι η σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Πλέον το παιχνίδι θα κριθεί στην παράταση, στο πρώτο δίμηνο του 2021, που είναι και το χρονικό διάστημα για το οποίο η ΔΕΗ παρέτεινε την ισχύ των υφιστάμενων τιμολογίων της. Μέσα στο διάστημα αυτό αναμένεται να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες προς το παρόν έχουν παγώσει μετά το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν.
Σύμφωνα με τη βιομηχανία, τα νέα τιμολόγια που προσφέρει η ΔΕΗ στις ενεργοβόρες μονάδες στην Υψηλή Τάση είναι αυξημένα από 20% ως 40% σε σχέση με τα προηγούμενα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η διαπραγμάτευση ΔΕΗ και βιομηχανίας για τις συμβάσεις προμήθειας ρεύματος κλείνει με τη λήξη των συμβάσεων προμήθειας χωρίς αυτές να έχουν ανανεωθεί εγκαίρως. Το παιχνίδι λήγει συνήθως στην παράταση, κάποιες φορές με την παρέμβαση του βασικού μετόχου της ΔΕΗ , δηλαδή του δημοσίου και έτσι το ενδιαφέρον στρέφεται ξανά στη στάση που θα κρατήσει ο νέος υπουργός Περιβάλλοντος- Ενέργειας κ. Κώστας Σκρέκας. Η κυβέρνηση δια του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έχει επανειλημμένα δεσμευθεί για χαμηλό ενεργειακό κόστος στη βιομηχανία, κάτι όμως που παρά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρισμού δεν συμβαίνει.
Στην Υψηλή Τάση ηλεκτροδοτούνται βιομηχανικές μονάδες όπως χαλυβουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες, βιομηχανίες παραγωγής και επεξεργασίας μετάλλων κά για τις οποίες το κόστος ηλεκτρισμού είναι βασικός παράγων διαμόρφωσης του λειτουργικού τους κόστους και της ανταγωνιστικότητάς στους σε σχέση με τις ομοειδείς βιομηχανίες του εξωτερικού.
Από την πλευρά της η ΔΕΗ υποστηρίζει ότι τα περιθώριά είναι περιορισμένα και ότι δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να πουλά ρεύμα κάτω του κόστους παραγωγής. Επιμένει στη σύνδεση των τιμολογίων με τις τιμές που διαμορφώνονται στη χονδρική αγορά, στο πλαίσιο του target model, το οποίο πάντως στους δύο μήνες λειτουργίας του -άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Νοεμβρίου- εκτόξευσε τις τιμές χονδρικής.
Παράγοντες της βιομηχανίας τονίζουν όμως ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί να αγνοεί πως ως ο μεγαλύτερος παραγωγός και προμηθευτής στη χώρα παίζει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών στη χονδρική, ιδιαίτερα στην Αγορά Εξισορρόπησης: Mε την ιδιότητα του παραγωγού μέσω της στρατηγικής των προσφορών της και με την ιδιότητα του προμηθευτή, μέσω των υπερδηλώσεων φορτίου.
Στην προσφορά της προς τις βιομηχανίες η ΔΕΗ ενσωματώνει ρήτρα προσαύξησης συνδεδεμένη με το συνολικό κόστος της Αγοράς Εξισορρόπησης.
Η πρόταση της ΔΕΗ προς τη βιομηχανία προβλέπει επίσης, μεταξύ άλλων:
• Την κατάργηση της υφιστάμενης ζώνης ελαχίστου φορτίου (νύχτα και Σαββατοκύριακα) που αφορά κυρίως τις χαλυβουργίες και δευτερευόντως τις τσιμεντοβιομηχανίες οι οποίες προσάρμοσαν τη λειτουργία τους ώστε να επωφεληθούν από τη φθηνότερη τιμή ενέργειας τη νύχτα στην αγορά. Η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τη βιομηχανία, έχει ωφελήσει και τη ΔΕΗ αφού τα φορτία των χαλυβουργιών τη νύχτα, είναι εκείνα που επιτρέπουν την ένταξη των λιγνιτικών της μονάδων της στην αγορά και κατ’ επέκταση τη λειτουργία τους μέσα την ημέρα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να πουλήσουν την παραγωγή τους στη λιανική τις ώρες μη λειτουργίας των χαλυβουργιών.
• Την κατάργηση της υφιστάμενης έκπτωσης όγκου, καθώς όπως αναφέρει στη σχετική επιστολή της προς τη βιομηχανία o υψηλός όγκος προμήθειας των βιομηχανιών ΥΤ «δημιουργεί και αυξημένο ρίσκο για τη ΔΕΗ με τη νέα δομή της αγοράς, κάτι το οποίο έχει ληφθεί πλήρως υπόψη στο σχέδιο της προσφοράς».
• Την κατάργηση των υφιστάμενων κριτηρίων αξιολόγησης του προφίλ μιας εγκατάστασης, όπως π,χ ο Συντελεστής Χρησιμοποίησης και ή καμπύλη νυχτερινού φορτίου
• Την εισαγωγή χρεώσεων σε περιπτώσεις «υποθετικής» παραβίασης της καταναλωτικής συμπεριφοράς που αντιστοιχούν σε χρέωση του συνολικού κόστους της αγοράς.
• Την εισαγωγή ρήτρας take or pay επί της μηνιαίας κατανάλωσης 98%, επιφυλασσόμενη για τη διεκδίκηση τυχόν ζημίας.
Τέλος, η ΔΕΗ στην πρότασή της αναφέρεται και σε «διαφοροποίηση καταναλωτικής συμπεριφοράς», χωρίς να ξεκαθαρίζει εάν η διαφοροποίηση αφορά το προφίλ, την καμπύλη φορτίου ή τον όγκο κατανάλωσης.