Σε αυξήσεις τιμολογίων και/ή σε καταγγελίες συμβάσεων προμήθειας ρεύματος με επιχειρήσεις που ηλεκτροδοτούνται στη Μέση Τάση προχωρούν αρκετές εταιρίες προμήθειας ηλεκτρισμού, λόγω της ανόδου της χονδρικής τιμής του ρεύματος, συνέπεια κυρίως της μεγάλης αύξησης του κόστους ρύπων αλλά και της τιμής του φυσικού αερίου. Το μεγαλύτερο πλήγμα έχουν δεχθεί τα τιμολόγια της Μέσης Τάσης που απευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις και βιομηχανίες, ενώ σύντομα η αύξηση αναμένεται να περάσει και στα οικιακά τιμολόγια.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι κάποιες από τις εταιρίες προμήθειας καταγγέλλουν συμβάσεις που είχαν συνάψει με πελάτες της Μέσης Τάσης τους 2-3 τελευταίους μήνες, λόγω της μεγάλης αύξησης του κόστους, που συμπιέζει τα περιθώρια προμήθειας. Ας σημειωθεί δε ότι πολλές από τις συμφωνίες που “έκλεισαν” με ιδιώτες προμηθευτές τους τελευταίους μήνες έχουν τρίμηνη διάρκεια και όχι ετήσια ή μεγαλύτερη όπως στο παρελθόν.
Από τις βασικές αιτίες της ανόδου στη χονδρική αγορά είναι το κόστος ρύπων, το οποίο έχει αυξηθεί κατά περίπου 50% από τον Δεκέμβριο του 2020 ως σήμερα.
Οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2 από περίπου 25 ευρώ/τόνο κατά μέσον όρο το 2020 έφθασαν πριν μία εβδομάδα στα 56,28 ευρώ/τόνο, καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Χθες, το συμβόλαιο αναφοράς (future Δεκεμβρίου) στην ΕΕ έπεσε στα 49,26 ευρώ/τόνο κατά 6,47% χαμηλότερα από το προηγούμενο κλείσιμο, ωστόσο είναι πολύ πρώιμη η όποια εκτίμηση για την μελλοντική πορεία της τιμής, δεδομένου ότι οι αναλυτές θεωρούν ότι το ανοδικό δυναμικό δεν έχει εξαντληθεί.
Ο συνδυασμός της ανόδου του κόστους ρύπων με την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, σε σχέση με τα περυσινά επίπεδα, ασκεί ισχυρές πιέσεις στις τιμές χονδρικής τoυ ρεύματος, όπως αυτές αποτυπώνονται καθημερινά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Τιμολόγια λιανικής που φέρουν ρήτρα Οριακής Τιμής, Ρήτρα CO2, ή διακριτή χρέωση ρύπων, όπως τα τιμολόγια ρεύματος της Μέσης Τάσηςείναι τα πρώτα που αντανακλούν τις αυξήσεις, με αρκετές επιχειρήσεις να έχουν ήδη κληθεί να πληρώσουν αυξημένους λογαριασμούς. Οριμένοι εκτιμούν ότι η αύξηση του συνολικού λογαριασμού ρεύματος φέτος, μαζί με κάποιες αυξήσεις που αναμένονται στα τέλη μεταφοράς, μπορεί να φθάσει στο 7-8%.
Ανοδικές πιέσεις ασκούνται και στα οικιακά τιμολόγια, τόσο της ΔΕΗ, όσο και των άλλων εταιριών προμήθειας και σταδιακά αναμένεται να περάσουν στους καταναλωτές.
Η ΔΕΗ που είναι η πιο εκτεθειμένη εταιρία στο κόστος ρύπων, λόγω της λιγνιτικής παραγωγής, μπορεί να απορρόφησε το πρώτο κύμα ανόδου της τιμής του CO 2, πλέον όμως προσανατολίζεται σε αυξήσεις τιμολογίων. Η εταιρία, που είχε αποφασίσει να κρατήσει σταθερά τα οικιακά τιμολόγια ως το τέλος Μαρτίου, προτίθεται τώρα να ενεργοποιήσει τις σχετικές ρήτρες (οριακής τιμής ή CO2), πράγμα που ενδεχομένως να φανεί από τους επόμενους λογαριασμούς.
Παράλληλα επιχειρεί να μειώσει την έκθεσή της στους ρύπους, περιορίζοντας σημαντικά το τελευταίο χρονικό διάστημα τη χρήση λιγνίτη στο παραγωγικό της μείγμα. Από τον Απρίλιο, που οι καιρικές συνθήκες επέτρεψαν το κλείσιμο της τηλεθέρμανσης η συμμετοχή του λιγνίτη στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής έχει υποχωρήσει αισθητά. Την περασμένη εβδομάδα η λιγνιτική παραγωγή κάλυψε μόλις το 3% της ζήτησης, από 7% που ήταν το αμέσως προηγούμενο επταήμερο.
Επιβάρυνση με κόστος ρύπων όμως έχουν και οι μονάδες φυσικού αερίου, οι οποίες στο διάστημα 10-16 Mαίου, καλύψαν το 39% της ζήτησης.
Aς σημειωθείτέλος, ότι η κατανάλωση ρεύματος αυξάνεται συνεχώς καθώς άνοιξε η οικονομική δραστηριότητα, μετά την άρση του lock down, πράγμα που επίσης ασκεί ανοδική πίεση στις τιμές χονδρικής.