Τη θέση του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη, περί δυνατότητας απόλυσης εργαζόμενου που θα αρνηθεί να κάνει το εμβόλιο, κλήθηκε να σχολιάσει η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών. «Δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Ο πρωθυπουργός έθεσε σαφές πλαίσιο στη Βουλή την περασμένη Τρίτη. Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός αφορά υγειονομικούς και εργαζόμενους σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Είναι ζωηρή συζήτηση που κατατίθενται όλες οι απόψεις», τόνισε η κυρία Πελώνη, κρατώντας πάντως αποστάσεις από τον κ. Γεωργιάδη.
Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη του μαζικού εμβολιασμού του πληθυσμού: «Η συντριπτική πλειονότητα των συμπολιτών μας που νοσηλεύονται, που ασθενούν βαριά στις εντατικές, είναι ανεμβολίαστοι. Και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να αγνοείται από κανέναν. Αποδεικνύεται ήδη στην πράξη ότι ο εμβολιασμός λειτουργεί σαν ασπίδα προστασίας για τον καθένα και την καθεμιά μας. Χτίζει τείχος ανοσίας στην κοινότητα. Λειτουργεί σαν κλειδί για το άνοιγμα οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Οριοθετεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και την αρχή μιας νέας εποχής», ανέφερε.
Για την οικονομία, η κυβερνητική εκπρόσωπος σημείωσε ότι «η πορεία προς την ελευθερία συνοδεύεται ήδη από θετικά μηνύματα για τις άμεσες και απώτερες προοπτικές της οικονομίας μας… Τόσο η έκδοση δεκαετούς ομολόγου όσο και η δημοπρασία εντόκων γραμματίων κατέληξαν σε άλλη μια ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβερνητική πολιτική και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Είναι -όπως τόνισε σε ανάρτησή του ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης- ένα ακόμα σημάδι εμπιστοσύνης στην ελληνική ανάκαμψη και τις μακροπρόθεσμες προοπτικές μας. Στην ίδια εκτίμηση οδηγούν και τα πρόσφατα συγκεντρωτικά στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία τους πρώτους τρεις μήνες του 2021, η Ελλάδα κατέγραψε ανάπτυξη της τάξης του 4,4% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Πέτυχε έτσι τον τέταρτο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε τριμηνιαία βάση, γεγονός που καταδεικνύει τόσο τη δυναμική που είχε η οικονομία στις αρχές του 2021 όσο και τις προοπτικές της στο επόμενο διάστημα».
Η κυρία Πελώνη, αναφερόμενη στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες την προσεχή Δευτέρα, είπε πως στο περιθώριο της Συνόδου, ο πρωθυπουργός θα συναντηθεί με τον Βρετανό ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον, ενώ μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.
«Πάγια θέση της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού είναι ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με τη γειτονική χώρα πρέπει να μείνουν ανοιχτοί. Είμαστε υπέρ του εποικοδομητικού διαλόγου, πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Και με πλήρη σεβασμό στις διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει κάθε χώρα», ανέφερε η κυρία Πελώνη και συνέχισε: «Διαφορετικές θέσεις με την Τουρκία υπήρχαν και υπάρχουν. Σε πολλά ζητήματα, οι θέσεις μας είναι διαμετρικά αντίθετες. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να συζητάμε με τη γειτονική χώρα. Το ότι διαφωνούμε δεν σημαίνει ότι δεν συζητάμε. Η Ελλάδα επαναλαμβάνει με ειλικρίνεια τις πάγιες θέσεις της για όλα τα ζητήματα, σε κάθε ευκαιρία και σε όλα τα επίπεδα. Το ίδιο θα κάνει και τώρα. Την ίδια ώρα, η αποκλιμάκωση έργων και λόγων είναι το διαρκές ζητούμενο στις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, προκειμένου να καταστεί εφικτή μία σταδιακή βελτίωση των σχέσεων. Προσβλέπουμε σε ένα ήρεμο καλοκαίρι. Πρώτο όχημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η προώθηση της θετικής ατζέντας σε μια σειρά από τομείς».
Ήδη, υπογράμμισε η κυβερνητική εκπρόσωπος, «έχουν ενεργοποιηθεί όλοι οι δίαυλοι επικοινωνίας: τους τελευταίους μήνες, είχαμε επανέναρξη και δύο γύρους διερευνητικών επαφών, πολιτικές διαβουλεύσεις σε ανώτατο υπηρεσιακό επίπεδο, ανταλλαγές επισκέψεων των υπουργών Εξωτερικών. Η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να στηρίξει μια θετική ατζέντα τόσο στις ελληνοτουρκικές όσο και στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ωστόσο, η πρόοδος τόσο των ελληνοτουρκικών όσο και των ευρωτουτουρκικών σχέσεων περνάει μέσα από τη συμπεριφορά της Τουρκίας τόσο έναντι της Ελλάδας όσο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι καταγεγραμμένο και σε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η ένταση δεν είναι προς το συμφέρον κανενός. Ελπίζουμε ότι θα το καταλάβει και η Τουρκία και ότι η συνάντηση αυτή στο ανώτατο επίπεδο θα είναι μια ευκαιρία για ένα περαιτέρω βήμα στις διμερείς σχέσεις».