Σημαντικό και απαραίτητο εργαλείο χαρακτηρίζει τον Μηχανισμό Παρακολούθησης και Εποπτείας των Ενεργειακών Αγορών η ΔΕΗ, ζητεί όμως από τη ΡΑΕ να μην περιορίζει την οικονομική ελευθερία των συμμετεχόντων και να διευκρινίσει με σαφήνεια αν ο νέος κανονισμός που αφορά τόσο τον ηλεκτρισμό όσο και το φυσικό αέριο, θα είναι δεσμευτικός για την Αρχή και τους παίκτες με ποινές για την όποια παραβίασή του κλπ, ή πρόκειται περί ενός κειμένου γενικών κατευθύνσεων χωρίς κανονιστική ισχύ.
Οσον αφορά στο επίμαχο θέμα των προσφορών των υδροηλεκτρικών μονάδων, η ΔΕΗ στο κείμενο που κατέθεσε στη διαβούλευση της ΡΑΕ για τον εν λόγω Μηχανισμό τονίζει τα εξής:
- H επίπτωση της χαμηλής στη διαθεσιμότητα των υδροηλεκτρικών μονάδων πράγματι δύναται να υφίσταται μείωση, αλλά η ύπαρξη ενεργειακού περιορισμού δεν οδηγεί σε κατακόρυφη μείωση της διαθεσιμότητας και ως εκ τούτου δεν απαιτείται δήλωση ρεαλιστικής χαμηλής διαθεσιμότητας όπως διακριτά προτείνεται (“by declaring realistic low available capacity”, σελίδα 25 του κειμένου της ΡΑΕ).
- Θα ήταν σκόπιμο να περιγραφεί αναλυτικά ο όρος «peak shaving strategy», (στρατηγική άμβλυνσης των αιχμών) και να ορισθούν τα κριτήρια και ο τρόπος προσδιορισμού και εφαρμογής των αριθμητικών τιμών που έχουν συμπεριληφθεί στους σχετικούς ενδεικτικούς υπολογισμούς για την περίοδο 2020-2030.
Η ΔΕΗ διαφωνεί με τις επιμέρους αναφορές της ΡΑΕ περί ενός “ex ante” μηχανισμού ρύθμισης των αγορών, καθώς, κατά την άποψη της εταιρίας, αυτό θα κατέτεινε στην επιβολή περιορισμών στους συμμετέχοντες για τη βέλτιστη διαχείριση του χαρτοφυλακίου τους αλλά και των προσφερόμενων τιμών, πράγμα που αντιστρατεύεται τη λογική της απελευθέρωσης της αγοράς
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει η ΔΕΗ και στον δείκτη Spark Spread (διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του ηλεκτρισμού στη χονδρική και του κόστους παραγωγής του από φυσικό αέριο), καθώς, όπως υποστηρίζει η εξίσωση για τον υπολογισμό του αφορά σε αγορές, οι οποίες δεν υφίστανται μηχανισμό διάθεσης δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων και ως εκ τούτου δεν συμπεριλαμβάνει το κόστος του CO 2. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρία ζητεί κατά την εφαρμογή του να ληφθεί υπόψη το κόστος CO2, καθώς και το λοιπό μεταβλητό κόστος που αφορά στη λειτουργία και συντήρηση των θερμικών μονάδων. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπάρχει κίνητρο για την ευέλικτη λειτουργία των μονάδων με αυξημένες εκκινήσεις, λόγω της αύξησης του κόστους αυτού.
Παράλληλα, η ΔΕΗ τονίζει ότι η βέλτιστη στρατηγική συμμετοχής μονάδας ή χαρτοφυλακίου ενός συμμετέχοντα καθορίζεται από την επιχειρηματική-εμπορική πολιτική του και δεν καταδεικνύει πρόθεση δεσπόζουσας επιρροής. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι η παρακολούθηση της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων έσω του καθορισμού της “βέλτιστης στρατηγικής προσφορών” (optimal bidding strategy) θέτει υπερβολικό και αδικαιολόγητο περιορισμό σε βάρος της οικονομικής ελευθερίας των συμμετεχόντων και μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ισχυρή τάση για επενδύσεις σε νέες σύγχρονες μονάδες παραγωγής, σε ΑΠΕ κλπ
Σχετικά με τις προσφορές κάτω του κόστους (default energy bids), η ΔΕΗ αναφέρει ότι σε περιόδους υπερεπάρκειας στο σύστημα (πχ λόγω χαμηλού φορτίου και υψηλής παραγωγής των ΑΠΕ) ο κάθε συμμετέχων θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει χαμηλές τιμές, ώστε να αποφύγει το κόστος σβέσης και επανεκκίνησης της μονάδας. Αντίστοιχες δυνατότητες θα πρέπει να δίνονται και σε μονάδες που δεν λειτουργούν αποκλειστικά για εμπορικούς σκοπούς αλλά παρέχουν Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας όπως η τηλεθέρμανση. Υπογραμμίζει μάλιστα η ΔΕΗ ότι πρέπει να ληφθεί ειδική μέριμνα στον Μηχανισμό Παρακολούθησης για τη συμμετοχή στην αγορά των λιγνιτικών μονάδων τηλεθέρμανσης αλλά και γενικότερα για την επάρκεια ενεργειακού εφοδιασμού κατά τις περιόδους αιχμής της ζήτησης.