Οι πολλές και αντίθετες γνώμες αλλά και οι διαφωνίες που έχουν ακουστεί γύρω από τα νέα μέτρα που σκοπεύει να λάβει η ΡΑΕ όσον αφορά τον τρόπο διαμόρφωσης των τιμολογίων ρεύματος, από τον περιορισμό +/-30% στη ρήτρα αναπροσαρμογής με βάση τη χονδρική τιμή, ως την κατάργηση του παγίου κλπ, ίσως να έδωσαν την αφορμή για την παράταση ως τις 15 Σεπτεμβρίου της δημόσιας διαβούλευσης για την αναμόρφωση των τιμολογίων, που ανακοίνωσε προχθές η Αρχή.
Δεδομένης άλλωστε της κρισιμότητας και της πολυπλοκότητας του όλου θέματος, ελάχιστοι περίμεναν ότι θα ολοκληρωνόταν εντός των θερινών διακοπών ως τις 30 Αυγούστου η συγκεκριμένη διαβούλευση που ξεκίνησε στις 5/8 με θέμα « την εξέταση των αναγκαίων νομοθετικών και κανονιστικών ρυθμίσεων προκειμένου για την εναρμόνιση του εθνικού πλαισίου προς την Οδηγία 2019/944, σε ό,τι ειδικότερα αφορά την ενδυνάμωση των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας και την προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των Προμηθευτών: Ζητήματα επαρκούς ενημέρωσης των καταναλωτών, διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ενίσχυση της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας των τιμολογίων προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας», όπως είναι ο πλήρης τίτλος της
Σε πρώτη ανάγνωση, καθώς οι επίσημες θέσεις των ενδιαφερομένων δεν έχουν κατατεθεί ακόμα, η πρόταση της Αρχής έφερε συγκρούσεις με τους προμηθευτές οι οποίοι φαίνονται να διαφωνούν κάθετα με όλα σχεδόν τα μέτρα και τους μεγάλους καταναλωτές, που βρίσκουν θετικά στοιχεία στην πρόταση, επιδιώκουν όμως και ορισμένες σημαντικές αλλαγές. Η όλη συζήτηση δε γίνεται μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα, λόγω της μεγάλης αύξησης της χονδρικής τιμής του ρεύματος, που έχει προκαλέσει πονοκέφαλο στην κυβέρνηση λόγω των κοινωνικών επιπτώσεων όταν θα αποτυπωθούν στο σύνολό τους οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και βέβαια σοβαρό προβληματισμό στους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές που ήδη βιώνουν την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους.
Σχεδόν όλοι οι προμηθευτές βλέπουν την πρόταση της ΡΑΕ σαν μία απόπειρα ομογενοποίησής του προιόντος τους, με πλήρη παρέμβαση στην εμπορική πολιτική κάθε εταιρίας και μάλιστα για ένα προϊόν, το οποίο δεν διαφέρει από τα ανταγωνιστικά του, παρά μόνον μέσα από τις πολιτικές μάρκετινγκ και τιμολόγησης της κάθε εταιρίας. Μέτρα, όπως η κατάργηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης ή η κατάργηση του παγίου, πέραν της ιδιαιτερότητας που έχουν το καθένα από αυτά, οδηγούν σε μία περαιτέρω εξομοίωση των διαφόρων «πακέτων» που πωλούν οι εταιρίες προμήθειας και μειώνουν τις επιλογές για τον καταναλωτή. Ακόμα περισσότερο, η ρήτρα πρόωρης αποχώρησης αφορά ουσιαστικά, όπως υποστηρίζουν οι προμηθευτές, σε μία έκπτωση που δίδεται για τον χρονικό διάστημα παραμονής του πελάτη στην εταιρία, οπότε αν ο καταναλωτής σπάσει πρόωρα το συμβόλαιο τότε θα πρέπει να επιστρέφει την έκπτωση.
Αλλά και το κρισιμότερο από τα μέτρα, δηλαδή η επιβολή ανώτατου και κατώτατου ορίου +/-30% στη διαμόρφωση των κυμαινόμενων τιμολογίων ρεύματος, ανατιμετωπίζεται αρνητικά αφού δεν επιτρέπει στους προμηθευτές να μετακυλήσουν στον πελάτη το σύνολο πχ της αύξησης του κόστους, μέρος της οποία καλούνται να το επωμιστούν οι ίδιοι. Επιπρόσθετα, αν λειτουργήσει μαζί με τη κατάργηση της ρήτρας αποχώρησης, τότε σε περίπτωση μεγάλη πτώσης τιμών, κινδυνεύουν να χάσουν πελάτες που θα προσπαθήοουν εκείνη τη στιγμή να επωφεληθούν από πιθανώς δελεαστικότερα πακέτα ανταγωνιστών
Η επιβολή πλαφόν και η μείωση της ευελιξίας στη διαμόρφωση των πακέτων-προϊόντων ρεύματος που πουλά κάθε εταιρία, όχι μόνον περιορίζει τον ανταγωνισμό αλλά κινδυνεύει να φέρει τα αντίστροφα αποτελέσματα, ωθώντας προς τα πάνω τις τιμές, υποστηρίζουν αρκετοί προμηθευτές.
Από την πλευρά των καταναλωτών, οι μεγάλες βιομηχανίες που ήδη βλέπουν το ενεργειακό τους κόστος να ανεβαίνει, θέλουν να εμπλουτιστεί η αγορά και με άλλα μέτρα, τα οποία θα απεγλωβίσουν το τελικό κόστος της ενέργειας από τη μονομερή εξάρτηση από την χρηματιστηριακή τιμή του ρεύματος.
Στο πλαίσιο αυτό ενώ κατ’ αρχήν φαίνεται να δέχονται την επιβολή του ανώτατου και κατώτατου ορίου +/- 30% , ζητούν οι ρήτρες αναπροσαρμογής για τους πελάτες στην ΜΤ και ΥΤ, να συμπεριλαμβάνουν υποχρεωτικά ρήτρες, οι οποίες να βασίζονται σε:
1. Τιμή ΤΤF, καλύπτοντας το ρίσκο της τιμής του φυσικού αερίου, καυσίμου των κυρίαρχων μονάδων παραγωγής, που κατά κανόνα θα καθορίζουν την ΟΤΣ ή και
2. τιμές δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων ΕUA, καλύπτοντας το ρίσκο της τιμής των CO2
3. Οταν επιλέγεται σταθερή τιμή σε συσχέτιση με την ΟΤΣ, ΄να τίθεται όριο μεταβολής της ρήτρας αναπροσαρμογής +/-30%.
Η βιομηχανία επισημαίνει επίσης ότι στις προσφορές όλων των προμηθευτών δεν υπάρχουν εκπτώσεις για μετατόπιση φορτίου εκτός της ζώνης αιχμής (18.00-23.00) ή γενικότερα αμοιβής παροχής υπηρεσιών ζήτησης φορτίου στην ενδο-ημερήσια αγορά, είτε στην αγορά εξισορρόπησης, πράγμα που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην αγορά, αλλά ούτε και μεγάλες δυνατότητες hedging, αφού εξακολουθεί να λειτουργεί πολύ περιορισμένα η προθεσμιακή αγορά.
Ας σημειωθεί τέλος ότι η ΡΑΕ ζητά από κάθε προμηθευτή να παρέχει τουλάχιστον δύο κατηγορίες τιμολογίων, τα κυμαινόμενα και τα σταθερά και ότι για τη διαμόρφωση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής ο κάθε προμηθευτής κατά τη διαμόρφωση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής θα μπορεί να προσδιορίζει τους δικούς τους δείκτες π.χ. τιμή Χονδρεμπορικής αγοράς στην Αγορά Επόμενης Ημέρας ( DAM), τιμή Χονδρεμπορικής αγοράς στη DAM +Balancing, τιμή EUAs, τιμή TTF, δείκτες που όμως να μπορούν να ενσωματωθούν στο Εργαλείο σύγκρισης Τιμών και να είναι προσβάσιμοι και υπολογίσιμοι από τους καταναλωτές.