Στο προσκήνιο επανέρχεται η ανάγκη αποθήκευσης φυσικού αερίου αλλά και ηλεκτρικής ενέργειας μετά την εκτόξευση της τιμής τους σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, μέσα από ένα ράλι που ξεκίνησε στο τέλος της άνοιξης του 2021 και συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Οι αναλυτές βλέπουν ουσιαστική αποκλιμάκωση από τον Απρίλιο του 2022 και όλα δείχνουν ότι στην καλύτερη περίπτωση οι τιμές χονδρικής του ηλεκτρισμού θα παραμείνουν πάνω από τα 100 ευρώ/MWh για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα.
Η προσπάθεια διατήρησης ομαλών συνθηκών καθόλη τη διάρκεια των ετών που θα χρειαστεί η ενεργειακής μετάβαση, με την εντεινόμενη στροφή προς τις ΑΠΕ και την ταχεία διείσδυσή τους στο ενεργειακό ισοζύγιο, υπογραμμίζει την ανάγκη δημιουργίας αποθηκευτικών σταθμών μεγάλης κλίμακας. Τα έργα αυτά μπορούν να στηρίξουν αποφασιστικά το ηλεκτρικό σύστημα, που αντιμετωπίζει προβλήματα κορεσμού και αστάθειας από τη μαζική ένταξη των μεταβλητών ΑΠΕ , αιολικών και φωτοβολταϊκών
Η γενική γραμματέας Ενέργειας Αλεξάνδρα Σδούκου σε ομιλία της στο πλαίσιο της ΔΕΘ αναφέρθηκε στη σημασία που δίνει το ΥΠΕΝ στην αποθήκευση ενέργειας και εξέφρασε την ελπίδα ότι το πρώτο εξάμηνο του 2022 θα προχωρήσει μια διαγωνιστική διαδικασία για μια δομή αποθήκευσης ενέργειας.
Ηδη έχει εκπονηθεί αναλυτική μελέτη για την αποθήκευση ενέργειας από ειδική ομάδα, υπό τον καθηγητή του ΕΜΠ Σταύρο Παπαθανασίου και τον Οκτώβριο αναμένεται να παραδοθεί στο υπουργείο Περιβάλλοντος- Ενέργειας το τελικό κείμενο της πρότασης τον τρόπο ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας στο ενεργειακό σύστημα της χώρας.
Η αποθήκευση ενέργειας, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού δεν αποτέλεσε προτεραιότητα τη δεκαετία του 2010, παρότι είχαν αναληφθεί ορισμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες που πλέον έχουν ωριμάσει, όπως το έργο αντλησιοταμίσευσης της ΤΕΡΝΑ στη Αμφιλοχία.
Ας σημειωθεί δε ότι όλα τα επίσημα κείμενα εθνικής ενεργειακής πολιτικής (Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, Εθνικό Σχέδιο για τις ΑΠΕ, Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα), τα οποία βασίζονταν σε έγκυρες και εμπεριστατωμένες μελέτες της ΡΑΕ, του ΑΔΜΗΕ, του ΔΕΣΦΑ, του ΕΜΠ, κ.α., τόνιζαν και τονίζουν την ανάγκη ταχείας υλοποίησης αποθηκευτικών σταθμών, στο χρονικό ορίζοντα του 2020 και 2025.
Μέχρι στιγμής δεν έχει διαμορφωθεί το αναγκαίο νομοθετικό/ρυθμιστικό/χρηματοδοτικό πλαίσιο, που θα δράσει ως καταλύτης για την υλοποίηση σταθμών αποθήκευσης μεγάλης κλίμακας, σταθμών που εάν υπήρχαν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αποφασιστικό ανάχωμα στην εκρηκτική άνοδο των ενεργειακών τιμών στη χώρα μας.
Το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα της αποθήκευσης, προκύπτει από όλες τις σχετικές μελέτες, όπως και από την πλέον πρόσφατη που εκπονήθηκε το Νοέμβριο του 2020 από το ΕΜΠ. Σύμφωνα, με τα αποτελέσματα αυτά, η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και λειτουργικού κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα της τάξης των 174.000 ευρώ/MW/έτος. Ειδικά για την περίπτωση του αντλησιοταμιευτικού σταθμού της Αμφιλοχίας (680 MW), η εξοικονόμηση σε ετήσια βάση υπολογίζεται σε 118 εκατ. ευρώ.
Το ποσό αυτό θα μπορούσε, κάθε χρόνο, να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών που πλήττονται από τις αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Αντίστοιχα, στον τομέα του φυσικού αερίου, εάν είχε ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία η υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας, θα υπήρχε σήμερα ένα σημαντικό όπλο έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του αερίου. Με δυνατότητες για διοχέτευση περίπου 1 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου σε δύο φάσεις το χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν δυνατό να καλυφθεί περί το 20% της ζήτησης σε ετήσια βάση, σε περιόδους που οι διεθνείς τιμές του αερίου απογειώνονται.
Από τα απολογιστικά στοιχεία του 2020, δηλαδή ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου 5,5 δισ. Nm3 (63 εκατ. θερμικές MWh) και μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του για το καλοκαιρινό τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2020 ίση περίπου με 6 ευρώ/MWh (έναντι τιμής καλοκαιριού 2021 πάνω από 25 ευρώ/MWh), μία συντηρητική εκτίμηση της εξοικονόμησης που θα μπορούσε να προκύψει, τόσο για τη χώρα, όσο και για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, θα ήταν: 63 εκατ. MWh x 20% x (ελάχιστη διαφορά τιμής 10 ευρώ/MWh), δηλ. περίπου 120 εκατ. ευρώ ανά έτος.
Είναι σαφές πως η μόνη στρατηγική που μπορεί διαχρονικά να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα τις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος είναι η φθηνότερη ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ και ο μετριασμός των διακυμάνσεων στις τιμές του φυσικού αερίου, που μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με αποθήκευση μεγάλης κλίμακας.