Aνησυχία για την επάρκεια ηλεκτρισμού, όσο συνεχίζεται η στενότητα προσφοράς και το ράλι τιμών φυσικού αερίου έχουν αρχίσει να εκφράζουν οι φορείς της αγοράς. Παρά τα πρώτα καθησυχαστικά μηνύματα για την ασφάλεια τροφοδοσίας ως τα Χριστούγεννα τουλάχιστον και το έκτακτο φορτίο υγροποιημένου αερίου που προμηθεύτηκε η ΔΕΗ από την Total, όσο περνά ο καιρός χωρίς η κρίση του αερίου να δείχνει σημάδια εξασθένισης, τόσο και μεγαλώνει ο προβληματισμός για την επάρκεια, ιδιαίτερα στην περίπτωση που επικρατήσουν ιδιαίτερα ψυχρές συνθήκες φέτος τον χειμώνα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το σύστημα ηλεκτρισμού, η χώρα δεν έχει τον έλεγχο των διασυνδέσεων, οι οποίες γίνονται αυτόματα εξαγωγικές όταν η εγχώρια αγορά είναι φθηνότερη από τις γειτονικές.
Στην επιστολή που στέλνει κάθε Οκτώβριο ο ΑΔΜΗΕ στη ΡΑΕ για την την κατάσταση του συστήματος εν όψει της χειμερινής περιόδου, θέτει ευθέως ζήτημα επάρκεια και ζητά όλες οι θερμικές μονάδες του συστήματος, λιγνιτικές και φυσικού αερίου να είναι διαθέσιμες από το Δεκέμβριο του 2021 έως και τον Φεβρουάριο του 2022. Προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να εξασφαλιστεί εγκαίρως, δηλαδή από τώρα επόμενο η επάρκεια σε φυσικό αέριο και σε λιγνίτη για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΑΔΜΗΕ σε συνθήκες ισχυρού ψύχους κατά την περίοδο Δεκέμβριος 2021 - Φεβρουάριος 2022, θα απαιτηθεί μέγιστη ισχύς 8,8-9,5 GW και μέγιστη ημερήσια ενέργεια 180-190 GWh προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση ηλεκτρισμού. Σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να είναι διαθέσιμες και οι 7 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, παραγωγικής ισχύος 1.800 MW (Αγ. Δημήτριος 1-2-3-4-5, Μελίτη, Μεγαλόπολη 4). Στον “Άγιο Δημήτριο 5” εκτελούνται εργασίες προγραμματισμένης αναβάθμισης και κατά τα τέλη του έτους αναμένεται να εισέλθει στο σύστημα.Η Μεγαλόπολη 3 θα παραμείνει εκτός συστήματος. Η εν λόγω μονάδα βρίσκεται σε καθεστώς απόσυρσης και μπορεί να λειτουργήσει το 2022 με μέγιστο όριο τις 120 ώρες ετησίως.
Σε συνθήκες μεγάλης ζήτησης εκτιμάται ως απαραίτητη η παραγωγή όλων των μονάδων φυσικού αερίου, των οποίων η συνολική ισχύς ανέρχεται σε περίπου 4.400 MW. Για να λειτουργήσουν θα πρέπει βέβαια εκ των προτέρων να έχει διασφαλιστεί ο εφοδιασμός τους με φυσικό αέριο. ‘Ολες οι μονάδες φυσικού αερίου έχουν ολοκληρώσει την ετήσια συντήρηση τους και θεωρούνται διαθέσιμες καθ΄όλη τη διάρκεια της περιόδου.
Είναι προφανές ότι η διασφάλισητης επάρκεια τροφοδοσίας φυσικού αερίου και λιγνίτη είναι πρωταρχικής σημασίας. Στο θέμα του αερίου όμως, η εκτόξευση των τιμών έχει καταστήσει επιφυλακτικούς τους προμηθευτές στην εισαγωγή φορτίων, λόγω της πολύ μεγάλης ρευστότητας που θα πρέπει να δεσμεύσουν για αγοράσουν φορτία υγροποιημένου αερίου (LNG).
Οι δυο άλλοι επισφαλείς παράγοντες για το σύστημα είναι τα νερά και οι εξαγωγές και βέβαια η παραγωγή των ΑΠΕ, που ούτως ή άλλως , εξαρτάται πάντα από τις καιρικές συνθήκες και συνήθως τον χειμώνα η παραγωγή των φωτοβολταϊκών είναι μειωμένη σε σχέση με το καλοκαίρι.
Το απόθεμα των ταμιευτήρων των υδροηλεκτρικών μονάδων ανέρχεται σε περίπου 1.550 GWh και βρίσκεται σε επίπεδα ανάλογα με αυτά του 2020. Ωστόσο το επίπεδο αυτό κινείται σε χαμηλό δεκαετίας και όπως φαίνεται τα νερά δεν παρέχουν την ασφάλεια που έχει ανάγκη το σύστημα, εκτός και αν οι καιρικές συνθήκες επιτρέψουν την αύξηση των υδατικών αποθεμάτων.
Στο θέμα των εξαγωγών, πρέπει να σημειωθεί ότι διασυνδέσεις και η σύζευξη των αγορών διαμορφώνουν ένα καθεστώς στο οποίο η ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ γειτονικών κρατών είναι προϊόν αγοράς. ‘Ετσι δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη για το εάν η Ελλάδα θα είναι εισαγωγική ή εξαγωγική μια δεδομένη χρονική στιγμή. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, έχουν παρατηρηθεί συχνά διαστήματα σημαντικών εξαγωγών, γεγονός που συνυπολογίζεται στην εκτίμηση της επάρκειας και κατά τους επόμενους χειμερινούς μήνες.
Σε περίπτωση έλλειψης επάρκειας τότε ο Διαχειριστής θα καταφύγει στις αναγκαστικές περικοπές ρεύματος. Περικοπές ηλεκτροδότησης είχαν γίνει και τις ημέρες του καύσωνα. Μπορεί να αποδόθηκαν στις πυρκαγιές, όμως κάποιες έγιναν κατόπιν έκκλησης ή παραγγελίας του Διαχειριστή, ενώ ενεργοβόρες βιομηχανικές μονάδες διέκοψαν τη λειτουργία τους. Εκείνη την περίοδο βοήθησε και το γεγονός ότι βρισκόταν εκτός λειτουργίας η διασύνδεση με την Ιταλία, η οποία αν είχε υψηλότερες τιμές χονδρικής- που συνήθως έχει- θα “τραβούσε” ρεύμα από το ελληνικό σύστημα. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι κάποιες από τις ημέρες του καύσωνα, λόγω της πολύ αυξημένης ζήτησης, η Ελλάδα είχε τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρισμού στην ΕΕ.