Αυστηρά χρονοδιαγράμματα και μάλιστα με στενά χρονικά περιθώρια για την εξάλειψη των στρεβλώσεων και την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στην αγορά ηλεκτρισμού ζητεί η Κομισιόν, πριν δώσει το πράσινο φως για τους μηχανισμούς ισχύος.
Πρόκειται για το βασικό συμπέρασμα της πολυσέλιδης «Γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» επί του ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων στην αγορά ηλεκτρισμού (Market Reform Plan) που εστάλη στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στις 29 Νοεμβρίου. Η ελληνική πλευρά πρέπει να απαντήσει ως τον Μάρτιο 2022, με όλες τις απαραίτητες διορθώσεις επί του αρχικού σχεδίου, το οποίο υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες της Κομισιόν στα τέλη Ιουλίου
Το πρώτο που υπενθυμίζει η Επιτροπή είναι ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαιτεί από τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν ζητήματα επάρκειας να καθορίσουν μέτρα και χρονοδιάγραμμα για την εξάλειψη των ρυθμιστικών στρεβλώσεων ή των αδυναμιών της αγοράς. Και τούτο γιατί ξεκινά από την παραδοχή πως εάν οι αγορές ήταν άρτια σχεδιασμένες, απαλλαγμένες από ρυθμιστικές στρεβλώσεις και επαρκώς συνδεδεμένες με τα κύρια δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ, τότε θα μπορούσαν να παρέχουν την κατάλληλη ποσότητα και τον κατάλληλο τύπο ισχύος, που να καλύπτει τη ζήτηση.
Στο πλαίσιο αυτό, οι μηχανισμοί ισχύος εγκρίνονται μόνο για την αντιμετώπιση των εναπομενόντων προβλημάτων, δηλαδή προβλημάτων ή περιστάσεων που δεν μπορούν να επιλυθούν αποκλειστικά με μεταρρυθμίσεις της αγοράς, αναφέρει το κείμενο της Κομισιόν.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι αρκεί να εξαλειφθούν τα εναπομένοντα προβλήματα και να αποφέρουν καρπούς οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς, για να μειωθούν ως την πλήρη εξάλειψή τους τα προβλήματα επάρκειας. Υπογραμμίζει δε, ότι τα ρυθμιστικά μέτρα για την εξάλειψη των στρεβλώσεων και τη μεταρρύθμιση των αγορών οφείλουν να είναι αποτελεσματικά και αξιόπιστα για τους επενδυτές και όλους τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.
Η ελληνική πλευρά στο Market Reform Plan επισημαίνει τη «σοβαρή απειλή για την ασφάλεια εφοδιασμού και την αξιοπιστία του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας από τα τέλη Σεπτεμβρίου 2021 και μετά, λόγω της πρόωρης απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων». Η ΔΕΗ έχει ανακοινώσει την απόσυρση όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, συνολικής ισχύος περίπου 2.256 MW ΔΕΗ ως το 2023, λόγω οικονομικών ζημιών. Η ενεργειακή κρίση δεν είχε φθάσει τότε ακόμα στο αποκορύφωμά της, με τις πρωτοφανείς υψηλές τιμές ηλεκτρισμού, που ανάγκασαν τη ΔΕΗ να αυξήσει τη συμμετοχή των λιγντιτικών της μονάδων στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Η απόσυρsη όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων ως το τέλος του 2023 είναι ενδεχόμενο να η προκαλέσει δύο βασικά προβλήματα που καταπονούν το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας, όπως αναφέρει το ελληνικό Market Reform Plan: ζήτημα επάρκεια (για την κάλυψη του φορτίου αιχμής) και την θέμα ευελιξίας (για την κάλυψη των αναγκών σταδιακής ανόδου/καθόδου). Προς την κατεύθυνση αυτή το ΥΠΕΝ έχει προτείνει τη λήψη τριών μέτρων, τα οποία για να εφαρμοστούν χρειάζονται την έγκριση της Κομισιόν, καθώς “ακουμπούν” στη σφαίρα των Κρατικών Ενισχύσεων. Πρόκειται για τον :
• μηχανισμό Strategic Reserve -στρατηγικές εφεδρείες με σκοπό την εγγύηση της ασφάλειας του εφοδιασμού έως τις αρχές του 2023, όταν θα τεθούν σε λειτουργία οι νέοι, υπό κατασκευή, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο
• μηχανισμό τιμολόγησης της έλλειψης ενέργειας και
• μηχανισμό ισχύος στη συνέχεια.
Η Κομισιόν πάντως φαίνεται ότι δεν έχει πεισθεί για το χρόνο απόσυρσης των λιγντικών μονάδων. Γι αυτό και αναφέρει στο κείμενό της ότι όταν εξέδωσε τη Γνώμη δεν είχε ακόμα επιβεβαιωθεί η παύση λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων. Τονίζει δε στο έγγραφο ότι ρόλος της δεν είναι «να πάρει θέση σχετικά με την εικαζόμενη αναγκαιότητα ενός μηχανισμού ισχύος” αλλά να γνωμοδοτήσει κατά πόσο τα προτεινόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για τη θέσπισή τους επαρκούν για την εξάλειψη των ρυθμιστικών στρεβλώσεων ή των αδυναμιών της αγοράς.