Mε ιλιγγιώδη ρυθμό συνεχίζεται η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού, προκαλώντας ρίγη ανησυχίας σε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, καθώς τα επιδόματα, παρότι υψηλά αδυνατούν να καλύψουν το “τσουνάμι” της αύξησης που έρχεται στους λογαριασμούς των καταναλωτών.
Η μέση τιμή χονδρικής στην εγχώρια Αγορά Επόμενης Ημέρας εκτινάχθηκε για σήμερα στα 415,94 ευρώ/MWh (21,5%), που αποτελεί το νέο απόλυτο ρεκόρ, ενώ σε παρεμφερή επίπεδα κινούνται οι τιμές στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές. Οσο για το φυσικό αέριο, η τιμή αναφοράς TTF εκτοξεύτηκε στα 180 ευρώ/MWh, καταγράφοντας αύξηση 22,916% και καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ
Οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να μην παρεμβαίνουν και απλώς να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στη Ρωσία και παραπέμποντας για λύση του προβλήματος ….τουλάχιστον 10 χρόνια μετά, όταν η πράσινη μετάβαση θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Ηδη πολλές μεγάλες βιομηχανίες αρχίζουν να ανακοινώνουν αναστολή εργασιών τους για ορισμένο χρονικό διάστημα λόγω υψηλού ενεργειακού κόστους, ενώ πολύ έντονο είναι το πρόβλημα και για ενεργειακές εταιρίες, κυρίως προμήθειας ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, που καλούνται να αντλήσουν πολύ υψηλά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις προμήθειές τους τη στιγμή που οι πελάτες τους πληρώνουν τους λογαριασμούς τουλάχιστον 1-2 μήνες αργότερα, αν βέβαια τους εξοφλήσουν εγκαίρως και δεν ξεπηδήσει ένα νέο κύμα κόκκινων λογαριασμών.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι αμερικανικά φορτία υγροποιημένου αερίου (LNG) επαναδρομολογούνται προς την Ευρώπη, όμως είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες, αφού στη Γερμανία στο τέλος του χρόνου κλείνει περίπου το 10% της πυρηνικής παραγωγής στο πλαίσιο του μέτρου της απόσυρσης όλων των πυρηνικών σταθμών της χώρας ως το τέλος του 2023, μίας απόφασης που είχε ληφθεί από την πρώην Καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκοσίμα, της Ιαπωνίας. Η Γαλλία που είναι η μεγαλύτερη παραγωγός πυρηνικής ενέργειας και ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ηλεκτρισμού της Ευρώπης έχει κλειστούς πυρηνικούς σταθμούς, λόγω τεχνικών προβλημάτων. Ετσι οι ανάγκες για φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή /θέρμανση έχουν πολλαπλασιαστεί χωρίς η προσφορά να μπορεί να ανταποκριθεί.
Παρότι οι χώρες κυρίως της ανατολικής Ευρώπης ζητούν να ληφθούν μέτρα, οι χώρες του Βορρά αντιδρούν, προς το παρόν τουλάχιστον, εμμένοντας στις επιδοματικές πολιτικές για τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Στη Βουλγαρία πάντως η Βουλή ψήφισε την επιβολή πλαφόν στις αυξήσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου για κεντρική θέρμανση έως τα τέλη Μαρτίου 2022, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας και αψηφώντας τα επιχειρήματα περί παραβίασης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Η ελληνική κυβέρνηση μέχρι σήμερα έχει χρησιμοποιήσει ως εργαλείο τα επιδόματα. Στου λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος η επιδότηση ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο και συνεχίζεται, αυξανόμενη κάθε μήνα. Ταυτόχρονα η ΔΕΠΑ παρέχει έκπτωση στους προμηθευτές φυσικού αερίου με στόχο να την μετακυλήσουν στους τελικούς καταναλωτές. Η έκπτωση στο φυσικό αέριο ξεκίνησε με 16% τον Οκτώβριο για να φθάσει σε 40% το Δεκέμβριο. Ωστόσο οι αυξήσεις στις τιμές χονδρικής τόσο του ηλεκτρισμού όσο και του φυσικού αερίου είναι τόσο μεγάλες και απότομες, που καθιστούν τα επιδόματα αυτά σταγόνα στον ωκεανό.
Εν τω μεταξύ, οι ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες, που συνδυάζεται με σχετικά χαμηλές εντάσεις ανέμων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες- όπως και στην Ελλάδα, όπου η συμμετοχή των ΑΠΕ για σήμερα στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα έχει περιοριστεί στο 11%-, σε συνδυασμό με τα χαμηλά αποθέματα αερίου και τις περιορισμένες ή τις μη αυξημένες ροές από τη Ρωσία, δημιουργούν εύφορο έδαφος για περαιτέρω αυξήσεις τιμών ακόμα και ελλείψεις ενέργειας , αν η καταναλωτική ζήτηση αυξηθεί και μέχρι τότε δεν έχει διασφαλιστεί η προσφορά ή δεν έχουν γίνει άλλες παρεμβάσεις.
Οι επιπτώσεις στην οικονομία από την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση ήδη έχουν φανεί με την αύξηση του πληθωρισμού, όμως ακόμα μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν τα μηνύματα από τις επιχειρήσεις που αδυνατούν να ανταποκριθούν στην τεράστια αύξηση του ενεργειακού κόστους.