Δέκα είναι οι εταιρίες προμήθειας ηλεκτρισμού που δεν έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους Διαχειριστές και τους άλλους φορείς προς τους οποίους είναι υποχρεωμένες να αποδίδουν τις διάφορες ρυθμιζόμενες χρεώσεις, που περιλαμβάνουν οι λογαριασμοί ρεύματος.
Πρόκειται για τις 10 εταιρίες για τις οποίες η Ρυθμιστική Αρή Ενέργειας έκανε “θετική αναφορά” με βάση τα στοιχεία ως τις 30 Απριλίου 2022. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της Αρχής, “θετική αναφορά” δόθηκε σε 9 εταιρίες που δεν είχαν ως τις 30 Απριλίου ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις όσον αφορά στην απόδοση των διάφορων ρυθμιζόμενων χρεώσεων, καθώς και σε μία εταιρία, που έχει κάνει διακανονισμό για την απόδοση των οφειλόμενων και τηρεί τη σχετική ρύθμιση.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι προμηθευτές : ΔΕΗ, Μυτιληναίος/Protergia, Ηρων Ενεργειακή, BI.ΕΝΕΡ, Ελινόιλ, ΕΛΤΑ, Ζενίθ, Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρία Ενέργειας και Κωνστ. Β. Μάρκου, ενώ στη δεύτερη κατηγορία είναι η NRG.
Oπως διευκρινίζει η ΡΑΕ, στις Ρυθμιζόμενες Χρεώσεις εντάσσονται:
(α) οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ),
(β) το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), που υποστηρίζει τη διείσδυση της πράσινης ενέργειας
(γ) οι Χρεώσεις Χρήσης Συστήματος (ΧΧΣ) και οι Χρεώσεις Χρήσης Δικτύου (ΧΧΔ) που αποτελούν αντίστοιχα το βασικό έσοδο του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ
(δ) τα Ανταποδοτικά Τέλη υπέρ ΡΑΕ, που οφείλουν να καταβάλλουν όσοι ασκούν ενεργειακή δραστηριότητα. Σε αντίθεση με τις τρεις προηγούμενες χρεώσεις, η καταβολή των εν λόγω τελών δεν επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή. Αρμόδιος για τη συναλλαγή είναι ο ΑΔΜΗΕ, ο οποίος οφείλει να υπολογίζει, να συγκεντρώνει από τους Παραγωγούς και τους Προμηθευτές τα σχετικά ποσά και να τα αποδίδει στη ΡΑΕ εντός 15 ημερών από τη λήξη εκάστου έτους .
Στο παρελθόν, η Αρχή είχε προχωρήσει σε ακροάσεις και είχε ξεκινήσει διαδικασία επιβολής κυρώσεων κατά των Διαχειριστών και των Προμηθευτών που δεν εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους. Ορισμένες υποθέσεις κατέληξαν στα δικαστήρια, τα οποία επιβεβαίωσαν σε όλες τις περιπτώσεις την παράβαση του κανονιστικού-ρυθμιστικού πλαισίου, επικυρώνοντας τη νομιμότητα των αποφάσεων ΡΑΕ, όπως αναφέρει η Αρχή.
Πάντως η ΡΑΕ αναγνωρίζει ότι η ενεργειακή κρίση και η σημαντική αύξηση του κόστους έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στη ρευστότητα των προμηθευτών. Στο πλαίσιο αυτό και με βάση την αρχή της αναλογικότητας, θεωρεί –υπό προϋποθέσεις– ως αναγκαίες και εύλογες τις εναλλακτικές προσεγγίσεις που έχουν υιοθετήσει οι Διαχειριστές και οι Προμηθευτές.
“Λόγω των έκτακτων συνθηκών, η Αρχή αντιλαμβάνεται τη σκοπιμότητα διακανονισμού της καταβολής από μέρους των Προμηθευτών των οφειλών τους ως προς τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, εφόσον τηρείται η αρχή της ισότητας και δεν διακυβεύονται η ευστάθεια των σχετικών Λογαριασμών, η τελική αποπληρωμή των ποσών και η εξυπηρέτηση των σκοπών δημοσίου συμφέροντος” αναφέρει χαρακτηριστικά η Αρχή, προσθέτοντας ότι γι’ αυτό το λόγο και “όλως εξαιρετικώς”, δεν αντιτάσσεται στους διακανονισμούς που συμφωνούνται σε διμερές επίπεδο (Διαχειριστές – Προμηθευτές) υπό την προϋπόθεση της παροχής των κατάλληλων εγγυήσεων για την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων, έστω σε μεταγενέστερο χρόνο.
Ωστόσο η Αρχή δεν παύει να διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να εξομοιώσει πλήρως του προμηθευτές που έχουν προχωρήσει σε διακανονισμούς με τους προμηθευτές εκείνους, που “παρά τις προκλήσεις της εποχής συνεχίζουν να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, χάρη στην πρόνοιά τους να υιοθετήσουν εγκαίρως αποτελεσματικά μέτρα διαχείρισης του χρηματοπιστωτικού τους κινδύνου”. Γι αυτό το λόγο η θετική αναφορά περιλαμβάνει τις δύο κατηγορίες, που προαναφέρθηκαν.
“Το επιχειρείν στην αγορά λιανικής δέον να διενεργείται σύμφωνα με το πρότυπο του προνοητικού, συνετού και επιμελούς συναλλασσόμενου. Οι Προμηθευτές οφείλουν να κάνουν χρήση εργαλείων διαχείρισης ρίσκου, να προσαρμόζουν την εμπορική τους πολιτική στα σήματα της αγοράς και, ως προς την προσέλκυση του πελατολογίου τους, να αξιολογούν καταλλήλως τη φερεγγυότητά του και να εφαρμόζουν τις αναγνωρισμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο «καλές πρακτικές», αποφεύγοντας αλυσιτελείς και ακραία ανταγωνιστικές συμπεριφορές (τύπου «πολέμου τιμών», κάτω του κόστους προσφορών κλπ.).” καταλήγει η ΡΑΕ, προσθέτοντας ότι “οι επιχειρηματικές αποφάσεις των προμηθευτών συνέτειναν στην περιαγωγή τους σε δυσχερή θέση ως προς την καταβολή των οφειλών τους. Η μετάθεση της αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων χρεώσεων διασφαλίζει στους Προμηθευτές περιθώρια ρευστότητας, που τους επιτρέπουν να εφαρμόσουν ελκυστικότερη εμπορική πολιτική (π.χ. εκπτώσεις, δώρα, δόσεις) αλλά και να υποστηρίξουν από ευνοϊκότερη θέση την ανάπτυξη της εταιρείας τους. Συνεπώς, η ΡΑΕ αντιλαμβάνεται ότι η παράλειψη συμμόρφωσης των Προμηθευτών παρέχει στους ίδιους αθέμιτο πλεονέκτημα, το οποίο διαταράσσει τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού”
Τέλος για τους προμηθευτές με ληξιπρόθεσμες οφειλές, η Αρχή επιφυλάσσεται της άσκησης των κυρωτικών της αρμοδιοτήτων, κατά το άρθρο 36 του ν. 4001/2011, κατά των Προμηθευτών που διατηρούν σε συστηματική βάση ληξιπρόθεσμες, μη-διακανονισμένες οφειλές.