Σήμα για χαμηλότερη ανάπτυξη και υψηλότερο πληθωρισμό εκπέμπει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προβλέψεις του βασικού σεναρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη (3,8%) που είχε δημοσιευθεί στην Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2022.
Η αναθεώρηση, εξηγεί, αντανακλά την περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας στην οικονομία, λόγω της συνεχιζόμενης πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους και των τιμών εν γένει. Το 2023, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί στο 4,1%, ενώ και για το 2024 εκτιμάται ότι θα είναι σχετικά υψηλός, στο 3,6%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική κρίση θα αποκλιμακωθεί έως το τέλος του 2022 και ότι οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή, αναμένεται να διαμορφωθεί σε 7,6% το 2022, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, ενώ θα αποκλιμακωθεί το 2023 και περαιτέρω το 2024.
Όπως σημειώνει ο Γ. Στουρνάρας, η εγχώρια δημοσιονομική πολιτική αντέδρασε στις δυσμενείς συνθήκες με εφαρμογή στοχευμένων και προσωρινών μέτρων στήριξης των εισοδημάτων των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που επλήγησαν από την ταχεία άνοδο των τιμών της ενέργειας, χρησιμοποιώντας τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο. Σύμφωνα με επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης έχουν προσωρινό χαρακτήρα και ότι αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι ευρωπαϊκοί πόροι (NGEU).
Ωστόσο, συνεχίζει, εξαιτίας των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων της περιόδου 2020-2022, τόσο το δημόσιο χρέος όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου έχουν αυξηθεί. Αυτό συνεπάγεται μεγαλύτερη έκθεση στον κίνδυνο υλοποίησης αρνητικών μακροοικονομικών σεναρίων, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Μακροπρόθεσμα υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους του επίσημου τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο.
Η επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών είχε ως αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να αυξηθούν συγκριτικά περισσότερο από ό,τι οι αποδόσεις άλλων ομολόγων της ζώνης του ευρώ. Αυτό οφείλεται στο ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι πιο ευάλωτα, επειδή η πιστοληπτική τους αξιολόγηση υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και στο μικρό βάθος της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων.
Ωστόσο, τους πρώτους μήνες του 2022 σημειώθηκαν και θετικές εξελίξεις, όπως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους DBRS και Standard and Poor’s, με αποτέλεσμα να μειωθεί η ελάχιστη απόσταση από την επενδυτική κατηγορία σε μία μόλις βαθμίδα. Η περαιτέρω αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα από τους προαναφερθέντες οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης θα είναι ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη, διότι θα φέρει τα ελληνικά ομόλογα εντός της επενδυτικής κατηγορίας. Αυτό θα ωφελήσει το Ελληνικό Δημόσιο, μειώνοντας το κόστος δανεισμού, θα ωφελήσει όμως ακόμη περισσότερο τον ιδιωτικό τομέα και τις τράπεζες, ενώ θα συμβάλει και στην προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.