Στις κυμαινόμενες τιμές ρεύματος, όπως διαμορφώνονται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας παραπέμπει η ΔΕΗ τους βιομηχανικούς πελάτες της στην Υψηλή Τάση, των οποίων η σύμβαση προμήθειας λήγει με την εκπνοή του έτους.
Σε επιστολή της, με ημερομηνία 6 Δεκεμβρίου, προς βιομηχανίες που η σύμβασή του λήγει στις 31.12.22, όπως η τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ Ηρακλής, η χαρτοβιομηχανία ΜΕΛ, η βιομηχανία μετάλλων ΒΙΟΧΑΛΚΟ κλπ , η ΔΕΗ αναφέρει πωςκατά την περίπτωση που συνεχιστεί η προμήθεια αμέσως μετά τη λήξη της τρέχουσας σύμβασης, δηλαδή από την 1.1.2023 και μετά, η τιμολόγηση θα είναι αποκλειστικά μεταβλητή (indexed). Δηλαδή το ρεύμα θα πωλείται στις βιομηχανίες της κατηγορίας αυτής, στην τιμή που θα διαμορφώνεται καθημερινά στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, μία τιμή που μπορεί φθάνει τα 300 ευρώ/MWh.
Ακόμα η ΔΕΗ επισημαίνει ότι η μη κατάρτιση σύμβασης προμήθειας πέραν ενός εύλογου χρονικού διαστήματος διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τον Κώδικα, έχει ως συνέπεια την εξάλειψη οποιασδήποτε υποχρέωσης του προμηθευτή, για προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που δεν υπογραφεί σύμβαση, με την οποία οι αντισυμβαλλόμενοι να συμφωνούν σε κυμαινόμενο τιμολόγιο με βάση την εξέλιξη της αγοράς ενέργειας, τότε η ΔΕΗ θα πάψει να τους εκπροσωπεί .
Παρότι και άλλες φορές στο παρελθόν, βιομήχανοι και ΔΕΗ είχαν βρεθεί πολύ κοντά σε αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για την ανανέωση των συμβάσεών τους, τούτη τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά, με την εταιρία ηλεκτρισμού να τηρεί άτεγκτη στάση. Οι όποιες διαπραγματεύσεις για τις νέες συμβάσεις που θα μπορούσαν ναι ισχύσουν από 1/1/23 πάγωσαν τον Ιούλιο, όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο μηχανισμός παρακράτησης των υπερεσόδων των παραγωγών ηλεκτρισμού. Βιομηχανικοί κύκλοι ανέφεραν ότι ενδεχομένως, αν η ΔΕΗ δεν ήταν αντιμέτωπη με το πλαφόν στα έσοδα από τη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή, τότε να ήταν πιο δεκτική στη διαπραγμάτευση.
Κατά τη βιομηχανία, μία λύση στο πρόβλημα θα ήταν η άρση του πλαφόν για τις ποσότητες ρεύματος που είναι συμβολαιοποιημένες μεταξύ της ΔΕΗ και της βαριάς βιομηχανίας.
Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα σχήμα ενίσχυσης αντίστοιχο, με αυτό άλλων χωρών της Ευρώπης που να συγκρατεί την τιμή του ρεύματος για τις μεγάλες ενεργοβόρες μονάδες κοντά στα 140 ευρώ/MWh. Ενα τέτοιο σχήμα δίνει μεσοπρόθεσμη ορατότητα κόστους στις επιχειρήσεις, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα είναι σταθερό και δενθα αλλάζει κάθε μήνα. Επιχειρήσεις, στις οποίες το ενεργειακό κόστος φθάνει να αποτελεί το 40-50% του συνολικού κόστους παραγωγής τους, αδυνατούν να προγραμματίσουν την παραγωγή τους και να κάνουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τους πελάτες τους , όταν δεν γνωρίζουν το κόστοςενέργειας σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Αν υιοθετούνταν το μέτρο των 140 ευρώ/MWh, το συνολικό κόστος της επιδότησηςστις τιμές του ρεύματος για τη βαριά βιομηχανία το 2023 εκτιμάται σε περίπου 450-600 εκατ ευρώ, ανάλογα με την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στο Χρηματιστήριο. Μέρος του ποσού αυτού, η βιομηχανία θα το λάβει έτσι κι αλλιώς ως επιδότηση από το ΤΕΜ, όπως και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις. Κατά συνέπεια το επιπλέον κόστος για την πολιτεία προκειμένου να στηρίξει την ελληνική παραγωγή δεν φαίνεται ότι ξεπερνάει τα 200 εκατ ευρώ για το 2023.
Οι διμερείς συμβάσεις που λήγουν αυτή την περίοδο βρίσκουν τη βιομηχανία έντασης ενέργειας, όπως και την οικονομία και την κοινωνία γενικότερα, μέσα σε μια βαθιά ενεργειακή κρίση. Μια κρίση, που άλλες χώρες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και η Γαλλία αντιμετωπίζουν στηρίζοντας την παραγωγή τους με σταθερά τιμολόγια ρεύματος. Ακόμη και η Βουλγαρία νομοθέτησε πρόσφατα ότι θα επιδοτεί το κόστος του ρεύματος για τις βιομηχανίες για οποιοδήποτε ποσό άνω των 100 ευρώ/MWh