Για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού χονδρικής εξακολουθεί όχι μόνον να είναι η ακριβότερη της Ευρώπης, και μάλιστα με τεράστια διαφορά σε σχέση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και να κυριαρχείται από τις εισαγωγές ρεύματος, που πρωταγωνιστούν, όσον αφορά στο μερίδιό τους στη συνολική προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας.
Παρότι κύκλοι του υπουργείου Περιβάλλοντος- Ενέργειας προσπάθησαν χθες με non paper να δικαιολογήσουν την κατάσταση, επικαλούμενοι ότι οι τιμές χονδρικής ηλεκτρισμού στην εγχώρια αγορά αντανακλούν τις τιμές ΤΤF φυσικού αερίου όπως διαμορφώθηκαν τον προηγούμενο μήνα στα συμβόλαια Δεκεμβρίου, το γεγονός ότι η ελληνική αγορά έχει αναδειχθεί σε πρωταθλητή ακρίβειας στην ΕΕ πολλές φορές μέσα στο 2022 και τις περισσότερες από τις υπόλοιπες ημέρες συγκατελέγεται μέσα στο Top 10 των ακριβότερων από τις “27” χώρες-μέλη , με ελάχιστες εξαιρέσεις, κατά τις οποίες πράγματι κάποιες λίγες ημέρες είναι η φθηνότερη, θα έπρεπε να ανησυχεί και όχι να καθησυχάζει την κυβέρνηση. Επιπλέον, λόγω του ευρωπαϊκού σχεδιασμού, οι υψηλές εγχώριες τιμές φέρνουν και περισσότερες εισαγωγές, με αποτέλεσμα η ελληνική αγορά να καθίσταται καθαρά εισαγωγική σε δωδεκάμηνη βάση.
Σήμερα, με πτώση του όγκου συναλλαγών κατά 2% στις 253,03 GWh, η μέση τιμή στην Αγορά Επόμενης Ημέρας αυξάνεται κατά 4% στα 248,24 ευρώ/MWh. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, με εξαίρεση την Ιταλία, καταγράφεται εντυπωσιακή πτώση. Στη Γερμανία μάλιστα, η αντίστοιχη τιμή υποχώρησε στα 13,58 ευρώ/MWh (-70,4%), στη Γαλλία στα 31,53 ευρώ/MWh (-38,8%), στην Αυστρία στα 38,16 ευρώ/MWh (-53,2%) και γενικά οι περισσότερες χώρες κινούνται κάτω από τα 50 ευρώ ευρώ/MWh. Η παραδοσιακά ακριβή Ιταλία είναι η μόνη που ακολουθεί την Ελλάδα πάνω από τα 200 ευρώ/MWh και πιο συγκεκριμένα στα 205,41 ευρώ/MWh (+16,8%), ενώ η μέση τιμή στη γειτονική Βουλγαρία διαμορφώνεται στα 94,49 ευρώ/MWh (-34,8%).
Oι εισαγωγές κάλυψαν το 36,4% (!) της εγχώριας αγοράς, η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο το 31,6%, οι ΑΠΕ το 16,5%, ο λιγνίτης το 8,5%, και τα υδροηλεκτρικά το 2,6%
Είναι προφανές ότι θα πρέπει να περιμένουμε, τον επόμενο μήνα, όταν αποτυπωθεί η τρέχουσα πτώση στις τιμές του φυσικού αερίου στην ελληνική χονδρική αγορά και ταυτόχρονα θα φυσά και θα έχει ήλιο, για να δούμε αν τότε θα πλησιάσουμε τις σημερινές τιμές της Ευρώπης.
Το φυσικό αέριο στο συμβόλαιο TTF Ιανουαρίου έκλεισε χθες στο ολλανδικό hub κατά 4,569% υψηλότερα, στα 83,700 ευρώ/MWh, με χαμηλό ημέρας τα 76,31 ευρώ/MWh.
Σε πόσες ευρωπαϊκές αγοράς ηλεκτρισμού, οι τιμές διαμορφώνονται με βάση τη spot τιμή του TTF δεν το γνωρίζουμε. Πάντως η τιμή benchmark, δηλαδή το συμβόλαιο αναφοράς TTF, για το οποίο το ΥΠΕΝ πρωτοστάτησε στη μάχη για το πλαφόν, είναι το συμβόλαιο του επόμενου μήνα (front month), δηλαδή αυτό που διαπραγματεύεται σήμερα για τον Ιανουάριο.
Tο non paper που κυκλοφόρησε χθες από το υπουργείο επισημαίνει ότι η χονδρική τιμή αγοράς του φυσικού αερίου προκύπτει από τον μέσο όρο κάθε μήνα. Επικαλείται, τις τιμές χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού του προηγούμενου μήνα σε όλη την Ευρώπη, από τις οποίες προκύπτει ότι η Ελλάδα ήταν “φθηνότερη από χώρες με πυρηνική ενέργεια, όπως πχ η Γαλλία ή από χώρες με οργανωμένες αγορές, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία κλπ” …. και βέβαια ακριβότερη από πολλές άλλες “Η επίκληση της τιμής μιας επιλεγμένης περιόδου δεν εξυπηρετεί την αλήθεια ούτε την ενημέρωση των πολιτών, αλλά άλλου είδους επιδιώξεις. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η χώρα μας αγοράζει φυσικό αέριο με τιμές του αμέσως προηγούμενου μήνα και να αναζητηθούν οι διακυμάνσεις τις τιμής του, ώστε να διαμορφωθεί μια ρεαλιστική εικόνα” καταλήγει το non paper, υπενθυμίζοντας και την επιδότηση στη τιμή λιανικής, με αναφορά στην “απόφαση της Κυβέρνησης για διατήρηση των τιμών ενέργειας στη λιανική σε προσιτά επίπεδα για νοικοκυριά, επαγγελματίες αγρότες, που ισχύει απολύτως και για όσο διάστημα διαρκέσει η κρίση”