Την αντίθεσή της στη σύνδεση της ΕΛΒΑΛ απ’ευθείας με το δίκτυο του ΔΕΣΦΑ δηλώνει η ΔΕΔΑ, με βασικό επιχείρημα ότι θα πρέπει να αυξήσει αημαντικά τις χρεώσεις του δικτύου της στους λοιπούς χρήστες, σε περίπτωση αποσύνδεσης της ΕΛΒΑΛ! Μάλιστα η εταιρία προχωρά και ένα βήμα παρά κάτω, υποστηρίζοντας ότι αν η συγκεκριμένη βιομηχανία αποχωρήσει, τότε θα δημιουργηθεί προηγούμενο και για άλλες εταιρίες, οι οποίες πιθανόν στο μέλλον να θελήσουν να μεταπηδήσουν από τον τοπικό διαχειριστή δικτύου στον ΔΕΣΦΑ, με “ανυπολόγιστες επιπτώσεις”.
Οι θέσεις αυτές της ΔΕΔΑ διατυπώνονται σε επιστολή της προς τη ΡΑΕ στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης επί της εισήγησης του ΔΕΣΦΑ επί του Σχεδίου προγράμματος ανάπτυξης ΕΣΦΑ 2023-2032.
Το όλο ζήτημα ξεκίνησε επειδή η ΕΛΒΑΛ επιδιώκει την απ’ ευθείας σύνδεση μέσω ειδικού έργου με της με τον αγωγό ΔΕΣΦΑ, καθώς ορισμένες από τις επενδύσεις που υλοποιεί η βιομηχανία απαιτούν υψηλή πίεση, την οποία δεν μπορεί να παρέχει η ΔΕΔΑ, σύμφωνα με κύκλους της βιομηχανίας.
Η αντίληψη που εκφράζει η ΔΕΔΑ στην επιστολή της, πέραν των επιχειρημάτων που επικαλείται, αντανακλά και τον μονοπωλιακό χαρακτήρα των Διαχειριστών Δικτύων φυσικού αερίου, καθώς για πρώτη φορά αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό και μάλιστα από ένα άλλο μονοπώλιο, όπως είναι ο Διαχειριστής του Συστήματος Μεταφοράς, ο ΔΕΣΦΑ.
Τα δίκτυα διανομής έχουν το μονοπώλιο το καθένα στην περιοχή του
Στην επιστολή προς τη ΡΑΑΕΥ (πρώην ΡΑΕ) η ΔΕΔΑ τονίζει ότι η σύνδεση της ΕΛΒΑΛ με το εθνικό σύστημα μεταφοράς (ΕΜΣΦΑ) , έργο που περιλαμβάνεται στο 10 ετές πρόγραμμα του ΔΕΣΦΑ 2022-2032, ο οποίος και θα το χρηματοδοτήσει, είναι έργο που “δεν τεκμηριώνεται από κανένα στοιχείο”, εφόσον δεν υπάρχει κορεσμός του τοπικού δικτύου διανομής.
Η ΔΕΔΑ υποστηρίζει ακόμα ότι η απ’ευθείας σύνδεση με τον ΔΕΣΦΑ θα επιφέρει μία σειρά από αρνητικές επιπτώσεις σε τελικούς πελάτες και διαχειριστές, οι οποίες ουδόλως μετριάζονται από την καθυστέρηση στην ημερομηνία Ενταξης στο Σύστημα κατά ένα έτος, σε σχέση με το εγκεκριμένο πρόγραμμα ανάπτυξης 2022-2032. Υπογραμμίζει επίσης ότι επειδή η χρηματοδότηση του έργου θα γίνει από τον ΔΕΣΦΑ αυτό θα επιβαρύνει αναίτια το σύνολο των καταναλωτών φυσικού αερίου, που είναι συσνδεδεμένοι είτε με δίκτυα διανομής είτε με το ΕΣΦΑ.
Ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση όμως, θα έχουν οι τελικοί πελάτες στη Στερεά Ελλάδα, “αφού η αποστέρηση μεγάλου μέρους της διανεμόμενης ποσότητας από τα οικεία δίκτυα διανομής της ΔΕΔΑ θα οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση των σχετικών τιμολογίων διανομής, διότι η ΔΕΔΑ θα είναι πλέον υποχρεωμένη να οδηγηθεί στην υποβολή αιτήματος έκτακτης αναθεώρησής τους”, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η επιστολή.
“Ουδέποτε στο παρελθόν αποσυνδέθηκε τελικός πελάτης από το Δίκτυο Διανομής για να συνδεθεί απ’ ευθείας στο αντίστοιχο της μεταφοράς, προκειμένου να απαλλαγεί από το τέλος διανομής” υπογραμμίζει η ΔΕΔΑ και συνεχίζει στην επιστολή: “Η ολοκλήρωση ενός τέτοιου εγχειρήματος θα αποτελέσει στο μέλλον, πάγιο και αναφαίρετο δικαίωμα αποσύνδεσης, το οποίο θα ασκήσει κάθε τελικός πελάτης του οποίου η δυναμικότητα και η γεωγραφική θέση επιτρέπει τη σύνδεση με το ΕΣΦΑ. Αυτό θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των διαχειριστών διανομής της χώρας και παράλληλα δημιουργεί την εσφαλμένη εικόνα του ανταγωνισμού ανάμεσα στους διαχειριστές δικτύων, κάτι που είναι εντελώς αντίθετο με το πνεύμα της παροχής ρυθμιζόμενων υπηρεσιών”.
Σύμφωνα με τη ΔΕΔΑ, μία τέτοια μετάβαση θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνον για τεχνικούς λόγους, δηλαδή στην περίπτωση που “ο κορεσμός της δυναμικότητας ενός δικτύου διανομής δεν επιτρέπει την επαρκή τροφοδοσία του τελικού πελάτη. Σε διαφορετική περίπτωση “ οι ενδεχόμενες επιπτώσεις είναι πιθανότατα ανυπολόγιστες” καταλήγει η εταιρία διανομής αερίου για το συγκεκριμένο ζήτημα.