Ελαφρά μείωση της τάξης του 1,76% παρουσίασε ο λογαριασμός ρεύματος για τους οικιακούς καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων διανομής και των φόρων στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο σε σχέση με τον Αύγουστο, σύμφωνα με την μηνιαία έκθεση της ΗΕΡΙ που αφορά στο κόστος ρεύματος και φυσικού αερίου σε 33 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η μέση τιμή ηλεκτρισμού στην Αθήνα, και κατ’επέκταση σε όλη τη χώρα αφού οι τιμές είναι ίδιες, διαμορφώθηκε στα 25,04 λεπτά/KWh, έναντι των 26,09 λεπτά/KWh που ήταν ο μέσος όρος των 27 χωρών-μελών της ΕΕ και των 24,48 λεπτών/KWh των 33 χωρών που εξετάζει η έρευνα της HEPI, συμπεριλαμβανομένου και του Κιέβου που έχει τις φθηνότερες τιμές.
Αντίθετα, η τιμή του φυσικού αερίου στους λογαριασμούς αυξήθηκε στην Αθήνα κατά 7,58% στα 7,23 λεπτά/KWh, εξ αιτίας της ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου.
Συνολικά στην Ευρώπη, οι λογαριασμοί ηλεκτρισμού για τους τελικούς χρήστες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν μειωθεί κατά 24% σε σχέση με τις τιμές Σεπτεμβρίου 2022, ενώ οι λογαριασμοί αερίου μειώθηκαν κατά 38%, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων διανομής αλλά χωρίς τους φόρους
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις περισσότερες πρωτεύουσες παρατηρήθηκε αύξηση των τιμών ηλεκτρισμού τον Σεπτέμβριο, με τη μεγαλύτερη άνοδο, 10%, να καταγράφεται στις Βρυξέλλες και ακολουθούν η Κοπενχάγη και το Ελσίνκι με 5% λόγω αύξησης του κόστους ενέργειας αλλά και η Λουμπλιάνα με επίσης 5% εξ αιτίας της αύξησης των φόρων.
Στον αντίποδα, βρέθηκε το Οσλο με μείωση 20% και ακολουθούν η Πράγα με -3%, το Αμεστερνταμ (-2%), η Αθήνα με -1,76% λόγω τους επιδόματος αλλά και της μείωση του κόστους ρεύματος, η Ρίγα, η Ρώμη και η Στοκχόλμη.
Συνολικά, οι τιμές ηλεκτρισμού για τους τελικούς καταναλωτές τον Σεπτέμβριο διατηρούν σε γενικό επίπεδο τη σταθερότητα που παρατηρήθηκε μετά το πρώτο τρίμηνο του 2023, παρουσιάζοντας μία αύξηση της τάξης του 1% κατά μέσον όρο σε σχέση με τον Αύγουστο. Προς το παρόν, οι τιμές παραμένουν σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση τα προ έτους επίπεδα, ενώ τα αποθέματα αερίου στις αποθήκες της Ευρώπης βρίσκονται ήδη σχεδόν στο πλήρες δυναμικό αποθήκευσης, εν όψει της χειμερινής περιόδου. Οι διαφορές που παρατηρούνται από χώρα σε χώρα, οφείλονται κυρίως στις διαφορετικές καιρικές συνθήκες που επηρεάζουν την παραγωγή των ΑΠΕ και τη ζήτηση, καθώς και στη συντήρηση των μονάδων παραγωγής ηλεκτρισμού, που κατά κανόνα γίνεται στο τέλος του καλοκαιριού.
Σύμφωνα με την έρευνα, το κόστος της ενέργειας ανιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 56% της τιμής του λογαριασμού για τον τελικό χρήστη, η διανομή το 24%, οι ενεργειακοί φόροι το 5% και ο ΦΠΑ το 15%.
Στην Ελλλάδα, οι συνιστώσες που συνθέτουν την τελική τιμή είναι διαφορετικές, με το κόστος ενέργειας να αντιστοιχεί στο 65%, το κόστος διανομής στο 14%, οι ενεργειακοί φόροι στο 15% και ο ΦΠΑ στο 6%
Στη Βουδαπέστη, το κόστος ενέργειας έχει τη πιο χαμηλή συμμετοχή στον λογαριασμό, μόλις 14%, ενώ αντίθετα στη Λισαβόνα έχει το υψηλότερο μερίδιο, περίπου 80% της τελικής τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τον Ιανουάριο του 2020 ένας τυπικός καταναλωτής στο Αμστερνταμ πληρώνει μηδενικό ενεργειακό φόρο λόγω των αυξημένων “tax credits” (φορολογικές πιστώσεις), που παρέχονται για να ενθαρρύνουν τη στροφή των καταναλωτών στη θέρμανση με ηλεκτρικά συστήματα.
Τέλος, η μέση τιμή των σταθερών τιμολογίων ρεύματος στην Ευρώπη ήταν 33,10 λεπτά/KWh τον Σεπτέμβριο ενώ τα κυμαινόμενα τιμολόγια ήταν φθηνότερα, στα 30,15 λεπτά/KWh. Ωστόσο οι διαφορές από χώρα σε χώρα είναι μεγάλες, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι περισσότεροι καταναλωτές έχουν κυμαινόμενα τιμολόγια και γι’ αυτό το λόγο η τιμή των κυμαινόμενων τιμολογίων είναι η πιο αντιπροσωπευτική.
Πάντως, όσον αφορά τη τιμή του ρεύματος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, όπως αυτή αποτυπώνεται με τον δείκτη PPS της ΗΕΡΙ, το ρεύμα στην Ελλάδα παραμένει ακριβό, στο 30,47 του δείκτη PPS, έναντι 28,06 του ιδίου δείκτη, που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ-27.