Tη δυσαρέσκεια όχι μόνον των παραγωγών ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο αλλά και των επιχειρήσεων έχουν προκαλέσει τα πρόσφατα μέτρα της κυβέρνησης για τις τιμές του ηλεκτρισμού, στους πρώτους για την επιβολή του έκτακτου φόρου τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και στις επιχειρήσεις, γιατί εξαιρούνται από το μέτρο της επιδότησης του λογαριασμού ρεύματος, που αφορά μόνον στα νοικοκυριά.
Ετσι όσο οι τιμές στην χονδρική αγορά ηλεκτρισμού παραμένουν υψηλές, τόσο το ενεργειακό κόστος για την οικονομία θα αυξάνεται, με όλες τις συνέπειες για την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Οπως διευκρίνισε ο υπουργός Περιβάλλοντος- Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης κατά την ανακοίνωση της επιδότησης στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών, το μέτρο δεν επεκτείνεται στις επιχειρήσεις, διότι αυτό θα προϋπέθετε έγκριση από την ΕΕ, η οποία δεν είναι καθόλου δεδομένη. ‘Αλλωστε είναι πολύ πρόσφατη η υπόθεση με τις μικρές επιχειρήσεις με παροχές ως 35 KVA, από τις οποίες ζητείται σήμερα η επιστροφή επιδότησης που έλαβαν οτον λογαριασμό ηλεκτρισμού κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης χωρίς να το δικαιούνται, σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΕ.
Ακόμα και το επίδομα για τα νοικοκυριά δεν είναι βέβαιο ότι θα κριθεί σύννομο, από τις Βρυξέλλες.
Δεδομένου όμως ότι οι κρίσεις στην αγορά ηλεκτρισμού θα είναι ένα φαινόμενο που θα επαναλαμβάνεται, άλλοτε λόγω καιρού, άλλοτε λόγω φυσικού αερίου κλπ, το ζήτημα τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την ΕΕ, είναι ότι πρέπει να βρεθούν αποτελεσματικές λύσεις.
Ηδη για την εγχώρια βιομηχανία και ειδικά την ενεργοβόρο, οι τιμές ηλεκτρισμού του Ιουλίου αποτελούν σημαντικό πρόβλημα, καθώς προμθεύεται ρεύμα στη χρηματιστηριακή τιμή. Μάλιστα δεν είναι λίγοι, όσοι θεωρούν ότι οι μεγάλες αυξήσεις δεν είναι αποτέλεσμα μόνον των καιρικών συνθηκών, των προβλημάτων στις διασυνδέσεις κλπ αλλά και κάποιων ολιγοπωλιακών κινήσεων στην αγορά, για τις οποίες εξετάζουν να προσφύγουν στην ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση εξετάζει τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων, στο πρότυπο του μοντέλου που ίσχυσε την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή του πλαφόν, για να πληρώνονται οι επιδοτήσεις μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Όπως τόνισαν τόσο ο υπουργός όσο και η υφυπουργός Αλεξάνδρα Σδούκου κατά την ανακοίνωση των μέτρων για την επιδότηση του Αυγουύστου, η ύπαρξη ακραίων διαφορών στις τιμές σε γειτονικές αγορές πιστοποιεί τις ατέλειες της εσωτερικής αγοράς τις οποίες δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η ισχύουσα Οδηγία 1711/2024.
Η εν λόγω Οδηγία δίνει τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να επιβάλουν πλαφόν στις τιμές του ρεύματος αλλά με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και πιο συγκεκριμένα :
-Την ύπαρξη πολύ υψηλών μέσων τιμών στις αγορές χονδρικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, πολλαπλάσιες κατά τουλάχιστον δυόμισι φορές σε σχέση με τη μέση τιμή κατά τα προηγούμενα πέντε έτη, και ύψους τουλάχιστον 180 EUR/MWh, οι οποίες αναμένεται να διατηρηθούν για τουλάχιστον έξι μήνες. Για τον υπολογισμό της μέσης τιμής κατά τα προηγούμενα πέντε έτη δεν λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι εκείνες για τις οποίες κηρύχθηκε περιφερειακή ή ενωσιακή κρίση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας·
-Τις απότομες αυξήσεις των τιμών λιανικής της ηλεκτρικής ενέργειας της τάξης του 70 %, οι οποίες αναμένεται να συνεχιστούν για τουλάχιστον τρεις μήνες.
‘Ομως τα μέτρα αυτά δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά περιφερειακές ή μικρής διάρκειας κρίσεις όπως η σημερινή, που αναμένεται ότι θα εμφανίζονται όλο και συχνότερα Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση εξετάζει τη θέσπιση ενός μηχανισμού που θα ενεργοποιείται όταν χρειάζεται, με λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις, με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και θα επιτρέπει την επιβολή πλαφόν στη χονδρική του ρεύματος κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που ίσχυσε κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης. Οι σχετικές ρυθμίσεις θα θεσπιστούν με το νόμο για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 171 1/2024 στην εθνική νομοθεσία που αναμένεται να γίνει άμεσα και πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας τον Ιανουάριο του 2025.