Nέα επιστολή προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των περιφερειακών κρίσεων στην αγορά ηλεκτρισμού, σε συνέχεια της επιστολής του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προ την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λαίεν, προετοιμάζουν οι υπουργοί Ενέργειας της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, με την αγορά όμως να εκτιμά ότι ούτε η κίνηση αυτή θα έχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ειδικά τώρα, που οι τιμές στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού έχουν αποκλιμακωθεί και συγκλίνουν περισσότερο με τις τιμές στα Χρηματιστήρια Ενέργειας της κεντρικής Ευρώπης, έχοντας αφήσει πίσω τους τη μίνι κρίση του καλοκαιριού.
Διαφάνηκε άλλωστε αυτό και από την απάντηση της Ούρσουλα Φον Ντερ Λαίεν στην επιστολή του πρωθυπουργού, όπως και από την απάντηση, που είχε προηγηθεί , της γενικής διευθύντριας Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ditte Juul Jørgensen στην επιστολή των τριών συνδέσμων των ενεργοβόρων βιομηχανιών της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, η οποία είχε σταλεί τον Ιούλιο ζητώντας επί της ουσίας μία παρέμβαση για τις πολύ υψηλές τιμές ηλεκτρισμού στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο.
Στην απάντησή της η κα Jørgensen έγραφε πως “κατανοούμε τη σοβαρότητα της κατάστασης και μοιραζόμαστε τις ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις τέτοιων αυξήσεων των τιμών στην ανταγωνιστικότητα των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Ο ACER και η Επιτροπή παρακολουθούν στενά την κατάσταση” Παρέθετε επίσης τις ενδεχόμενες αιτίες του προβλήματος δηλαδή τις υψηλές θερμοκρασίες του Ιουλίου, τη χαμηλότερη υδροηλεκτρική και αιολική παραγωγή, την περιορισμένη ισχύ διασυνδέσεων και τις αυξημένες εξαγωγές προς την Ουκρανία, παραπέμποντας στα εργαλεία της Κομισιόν για την αντιμετώπιση κρίσεων, τα οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν άμεσα έκτακτες καταστάσεις. Σε παρεμφερές κλίμα ήταν και η απάντηση της προέδρου της Κομισιόν προς τον πρωθυπουργό, προσθέτοντας μάλιστα οι εξαγωγές προς την Ουκρανία είχαν επίπτωση αλλά όχι σημαντική.
Οσο για το “εργαλείο” της ΕΕ σε περίπτωση παρατεταμένης περιόδου υψηλών τιμών, αυτό προβλέπει, όπως ανέφερε στην επιστολή της η γενική διευθύντρια Ενέργειας της ‘Ενωσης, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο εισαγωγής προσωρινών μέτρων σε εθνικό επίπεδο για την άμβλυνση των επιπτώσεων των αυξήσεων των τιμών στους τελικούς καταναλωτές, αφού παρέλθει ένα τρίμηνο υψηλών τιμών για να θεωρηθεί ότι μία περιφερειακή αγορά βρίσκεται σε κρίση. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και την νομοθεσία της Ένωσης για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στην αγορά δυναμικά ή να περιορίσουν τα κίνητρα για τη μετάβαση σε μια οικονομία απελευθερωμένη από τις εκπομπές άνθρακα, οδηγώντας σε ρύθμιση των τιμών της αγοράς χονδρικής που απαγορεύεται από την Κανόνες της Ένωσης. ¨Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή είναι έτοιμη υποστηρίζει και συμβουλεύει τα κράτη μέλη κατά την εξέταση των κατάλληλων μέτρων” ανέφερε η επιστολή προς τις 3 βιομηχανικές ενώσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποκλιμάκωση των τιμών χονδρικής ηλεκτρισμού τον Σεπτέμβριο, στα 112 ευρώ/MWh μέση τιμή μηνός, δεν προοιωνίζεται κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη για την ουσιαστική αντιμετώπιση των περιφερειακών κρίσεων, κατά την περίοδο που αυτές συμβαίνουν. Οσο για τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις και τις ΑΠΕ που θεωρητικά θα λύσουν το πρόβλημα κάποια στιγμή στο μέλλον, θα πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν οι διασυνδέσεις και να αποδειχθεί στην πράξη, ότι το συνολικό κόστος , δηλαδή ενέργεια και δίκτυα, θα είναι φθηνότερο. Αλήθεια, φθηνότερο σε σχέση με ποιές τιμές, γιατί κανείς στην ΕΕ ως σήμερα, δεν αναφέρει το επίπεδο τιμών σε σύγκριση με το οποίο θα είναι φθηνότερο το κόστος στο μέλλον!
Για την ιστορία, προς της ενεργειακής κρίσης η μέση τιμή ηλεκτρισμού στην Ελλάδα για τις επιχειρήσεις στη Μέση Τάση ήταν 60-65 ευρώ/MWh και το πρώτο εξάμηνο του 2024, η αντίστοιχη τιμή ήταν 96 ευρώ/MWh.
Παρότι όμως η Ευρώπη δεν φαίνεται διατεθειμένη σε κεντρικό επίπεδο να δώσει άμεση λύση στο πρόβλημα των περιφερειακών κρίσεων την ώρα που αυτές συμβαίνουν, σε επίπεδο χώρας ίσως να υπάρχουν εναλλακτικές. με βάση τουλάχιστον τα παραδείγματα άλλων χωρών-μελών της ΕΕ.
Για παράδειγμα στην ελληνική αγορά το σύνολο της ενέργειας που παράγεται στηο διασυνδεδεμένο σύστημα περνά υποχρεωτικά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, πράγμα που αφήνει τους καταναλωτές, οικιακούς και επιχειρήσεις, άμεσα εκτεθειμένους στις διακυμάνσεις της χονδρικής αγοράς. Δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλες τις χώρες της ΕΕ, καθώς στις περισσότερες, ένα ποσοστό και μόνον και μάλιστα αρκετά μικρό σε πολλές από αυτές, περνά από το Χρηματιστήριο. Στις περισσότερες χώρες λειτουργούν μακροχρόνιες διμερείς συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών που εξασφαλίζουν σταθερές τιμές τους καταναλωτές Στην Πολωνία μόνο το 5% της παραγόμενης ενέργειας περνάει από το χρηματιστήριο και στη Γερμανία το 30%.
Είναι σαφές ότι η ελληνική αγορά, που σχεδόν μόνιμα βρίσκεται ανάμεσα στις ακριβότερες της ΕΕ, χρειάζεται παρεμβάσεις που να μπορούν να καταστήσουν ανταγωνιστικές τις τιμές ηλεκτρισμού για τις επιχειρήσεις και φθηνότερες για τα νοικοκυριά-, χωρίς την ανάγκη επιδοτήσεων.