Οι δύο Εταιρίες Παροχής Αερίου Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας μπορεί να διαβεβαιώνουν ότι η αύξηση στο τέλος μεταφοράς αερίου, που ψηφίστηκε με το τελευταίο μνημόνιο, δεν θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών του φυσικού αερίου στους βιομηχανικούς καταναλωτές, όμως το πρόβλημα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες παραμένει. Οι μεγάλες βιομηχανίες, με τις πολύ υψηλές καταναλώσεις αερίου είναι απ' ευθείας πελάτες της ΔΕΠΑ και δεν εξαιρούνται από το μέτρο, το οποίο επιβαρύνει άμεσα το ήδη υψηλό ενεργειακό κόστος.
Οι δύο ΕΠΑ στην ανακοίνωσή τους τονίζουν ότι η πρόσφατη αύξηση, στα 4 ευρώ ανά Mwh από 0,80 ευρώ/MWh του τέλους διαμομής φυσικού αερίου ότι “ δεν πρόκειται να επιφέρει αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου στους βιομηχανικούς καταναλωτές που προμηθεύονται φυσικό αέριο από τις ΕΠΑ. Το Τέλος Διανομής περιλαμβάνεται στον καθορισμό των τιμολογίων του φυσικού αερίου και βάσει των στοιχείων και των εκτιμήσεων σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, οι τιμές φυσικού αερίου αναμένεται να έχουν πτωτικές τάσεις την προσεχή περίοδο», αναφέρει η ανακοίνωση.
Πελάτες των ΕΠΑ, των εταιριών που διαχειρίζονται τα δίκτυα πόλης στην Αττική, τη Θεσσαλονίκη και τη Θεσσαλία είναι τα νοικοκυριά και οι μικρο μεσαίες επιχειρήσεις εντός των γεωγραφικών ορίων της δικαιοδοσίας τους.
Η ΔΕΠΑ όμως, που κατά κύριο λόγο προμηθεύει απ' ευθείας τους μεγάλους καταναλωτές δεν έχει ανοίξει ακόμα τα χαρτιά της, με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας να θεωρούν δεδομένη τη νέα επιβάρυνση που έρχεται να προστεθεί στο ήδη υψηλό κόστος ενέργειας, από τα υψηλότερα στην ΕΕ.
Η νέα τιμή θα ισχύσει από την ημέρα που θα τεθεί σε εφαρμογή ο νέος νόμος και θα διαρκέσει μέχρι να εφαρμοστεί ο νέος Κανονισμός Τιμολογίων της ΡΑΕ, διαδικασία όμως που ακόμα δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς θα ξεκινήσει.
To έξτρα κόστος αναμένεται να δώσει ένα νέο πλήγμα στις βιομηχανίες που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αερίου, καθώς επιβαρύνει σημαντικά το τελικό τους κόστους. Σήμερα, η μέση τιμή αγοράς του αερίου για μία μεγάλη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης και της χρέωσης των 0,8 ευρώ/MWh για τη μεταφορά, φθάνει στα 20 ευρώ/MWh, ενώ μετά την εφαρμογή του μέτρου θα πλησιάσει τα 24 ευρώ/MWH, μία αύξηση της τάξης του 20%
Κύκλοι της βιομηχανίας εκτιμούν ότι αυξήσεις αυτού του μεγέθους δύσκολα μπορούν να απορροφηθούν και ότι θα είναι σοβαρό το πλήγμα στη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους, καθώς το ενεργειακό κόστος για πολλές από αυτές έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση του συνολικού τους κόστους. Ήδη έχει ροκανίσει το όποιο όφελος είχαν από τις μειώσεις μισθών και αποδοχών, ενώ κάποια μεγάλα συγκροτήματα αναγκάστηκαν να κλείσουν και άλλα εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης.