Το αντίθετο μάλιστα, πρόκειται για μία ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση με ανατροπές και συγκρούσεις μεταξύ επενδυτών, υφιστάμενων μετόχων και εποπτικών αρχών, οι οποίες τελικά θα κληθούν να ρίξουν σημαντικά κεφάλαια. Η πληροφορία μάλιστα που δημοσιεύει η «Καθημερινή» ότι το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης αναμένεται να κλείσει προς το άνω όριο του συνολικού ποσού που προβλέπεται για την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών από τον ESM και έχει υπολογιστεί στα 25 δις. ευρώ, προκαλεί ρίγη στο ταμπλό και ρευστοποιήσεις από τους εναπομείναντες ξένους. Το γεγονός ότι οι τράπεζες μπορεί να χρειαστούν περί τα 20 δις. ευρώ – 16 δις. ευρώ υπολογίζει η Royal Bank of Scotland- και με αδιευκρίνιστη τη συμμετοχή των υφιστάμενων μετόχων, έχει σαν αποτέλεσμα η αγορά να συνειδητοποιεί ότι το μοντέλο που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ για τις τράπεζες θα είναι με βάση το χειρότερο σενάριο.
Οι επενδυτές και οι ιδιώτες μέτοχοι των τραπεζών πιέζουν ώστε οι κεφαλαιακές ανάγκες να μην οδηγήσουν σε μια μεγάλη μείωση των ποσοστών συμμετοχής των υφισταμένων μετόχων. Υπενθυμίζουν ότι την περασμένη άνοιξη, ιδιώτες επενδυτές, μετά το τότε stress test, τοποθέτησαν περίπου 8,3 δισ. ευρώ στις εγχώριες τράπεζες και σημειώνουν ότι η «εξόντωση» των υφισταμένων μετόχων δεν θα συμβάλει στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης για τη χώρα, που είναι τόσο σημαντική ώστε να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Σημειώνεται ότι πρόκειται για την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση που πραγματοποιείται στον κλάδο. Εχουν προηγηθεί η ανακεφαλαιοποίηση το καλοκαίρι του 2013 συνολικού ύψους 28 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3 δισ. ευρώ κάλυψαν ιδιώτες, και η ανακεφαλαιοποίηση την άνοιξη του 2014 συνολικού ύψους 8,3 δισ. ευρώ, που κάλυψαν αποκλειστικά ιδιώτες επενδυτές.
Σύμφωνα με την «Καθημερινή» τα αποτελέσματα από την εξέταση της ποιότητας των χαρτοφυλακίων των επιχειρηματικών δανείων είναι δυσμενέστερα αυτών που ανέμεναν οι τράπεζες, ενώ ανάλογη προδιαγράφεται η εικόνα και για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, καθώς η ΕΚΤ χρησιμοποιεί για την αξιολόγηση των εγγυήσεων των στεγαστικών δανείων τιμές ακινήτων κατά 30% μειωμένες από αυτές που πρότειναν οι τράπεζες. Ετσι, από την αξιολόγηση των χαρτοφυλακίων εκτιμάται ότι προκύπτει ένα κεφαλαιακό έλλειμμα που ξεπερνάει τα 10 δισ. ευρώ και πάνω σε αυτό θα προστεθούν οι ανάγκες που θα προκύψουν από το stress test, δηλαδή την εξέταση των επιπτώσεων στα χαρτοφυλάκια δανείων και κατ’ επέκταση στα κεφάλαια των τραπεζών σε ορίζοντα τριετίας. Στο πλαίσιο αυτό, αναλυτές εκτιμούν ότι το τελικό ύψος των κεφαλαιακών αναγκών μπορεί να προσεγγίσει τα 20 δισ. ευρώ.
Οι τράπεζες επιδιώκουν να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ των κεφαλαίων που απαιτούνται άμεσα, δηλαδή αυτών που θα προκύψουν από την αξιολόγηση των χαρτοφυλακίων δανείων, και των κεφαλαίων που θα χρειαστούν στην περίπτωση που η πορεία της οικονομίας είναι αρνητική και επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του stress test. Οι τράπεζες ζητούν οι αυξήσεις κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά το κομμάτι της ιδιωτικής συμμετοχής, να βασιστούν στις τρέχουσες κεφαλαιακές ανάγκες και όχι σε ανάγκες που μπορεί να προκύψουν, αλλά μπορεί και όχι. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές αρχές φαίνεται ότι επιθυμούν μια συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος των τραπεζών και την κεφαλαιακή θωράκιση σε βάθος τριετίας ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στον κλάδο και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων. Είναι σημαντικό ότι την επόμενη εβδομάδα έρχεται στην Αθήνα ο επικεφαλής της Fairfax και ισχυρός μέτοχος της Eurobank κ. Πρεμ Γιουάτσα. Επίσης, οι διοικήσεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών θα παρευρεθούν στο ετήσιο τραπεζικό επενδυτικό event της Merrill Lynch στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου στο Λονδίνο, ενώ μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου θα ακολουθήσουν τα events της UBS στη Φρανκφούρτη (1/10), της JP Morgan στη Νέα Υόρκη (6/10) και της Deutsche Bank (9/10).