Το Δικαστήριο έκρινε καταχρηστικό και -ως εκ τούτου- άκυρο τον όρο της δανειακής σύμβασης, σύμφωνα με τον οποίο “εφόσον το δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού έχει χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την τράπεζα σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του του νομίσματος χορήγησης την ημέρα της καταβολής”. Κατά συνέπεια, οι καταβολές που οι δανειολήπτες πραγματοποιούν σε ευρώ, πρέπει να υπολογίζονται από την τράπεζα σε ελβετικά φράγκα, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία εκταμίευσης των δανείων.
Όπως σημειώνει o δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση, Γιώργος Καλτσάς, η επιλογή σύναψης του δανείου από τους ενάγοντες εκείνη την εποχή, όπως και από μεγάλη μερίδα δανειοληπτών, ήταν απόρροια του επιτοκιακού οφέλους, πλεονέκτημα που τονιζόταν από τις σχετικές καμπάνιες των Τραπεζών με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο προωθούνταν μαζικά εκείνη την περίοδο. Από τις αρχές του 2008 η ισοτιμία ευρώ / ελβετικού φράγκου κατέγραψε μεγάλη μείωση σε βάρος του ευρώ, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μηνιαίες δόσεις που έπρεπε να καταβάλουν οι ενάγοντες προς αποπληρωμή των δανείων τους, όπως και το οφειλόμενο σε ποσό σε ευρώ για την αποπληρωμή του δανείου. Οι ενάγοντες δεν ενημερώθηκαν από τους υπαλλήλους της τράπεζας για τον κίνδυνο στη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πράγμα απαραίτητο, διότι, καίτοι λογιστές, δεν είχαν ιδιαίτερες γνώσεις για τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ούτε περιουσία ή εισοδήματα σε ελβετικό φράγκο.
Στο σκεπτικό της απόφασης σημειώνεται πως ο όρος που ήταν προδιατυπωμένος από την τράπεζα και περιλαμβάνεται στους Γενικούς Όρους Συναλλαγής, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης των διαδίκων, είναι αόριστος και ασαφής, επομένως καταχρηστικός και άκυρος, διότι παραβιάζεται από την τράπεζα η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ, δηλαδή εν προκειμένω δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου σε ξένο νόμισμα. Επιπλέον, η υπογραφή και παραλαβή προδιατυπωμένων συμβάσεων κι επιστολών, μεταξύ των οποίων και η επιστολή για την ενημέρωση συναλλαγματικού κινδύνου, δεν θεωρείται ορθή εκτέλεση των προσυμβατικών υποχρεώσεων για επαρκή πληροφόρηση.
«Πρόκειται για τεκμηριωμένη απόφαση με εξαιρετική αιτιολογία, που μάλιστα αποσυνδέει το μορφωτικό επίπεδο ή το επάγγελμα από το ζήτημα της γνώσης σε ενδεχόμενη ραγδαία μεταβολή της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, διότι μόνο διάσημοι οικονομολόγοι με γνώσεις μακροοικονομίας θα μπορούσαν να προβλέψουν κάτι αντίστοιχο. Χρήζει δε αναφοράς ότι κατά τη νομολογία των Ευρωπαϊκών και των Εθνικών Δικαστηρίων, στην έννοια του καταναλωτή εμπίπτουν όλα τα πρόσωπα, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, εμπορικής ή μη ιδιότητας, αρκεί να συναλλάσσονται με την τράπεζα για την κάλυψη ιδιωτικών αναγκών, όπως λόγου χάρη η λήψη στεγαστικού δανείου για την αγορά ενός ακινήτου. Συνεπώς, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία. Έτσι ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κρίση του δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση (λογιστές που συναλλάχθηκαν με την τράπεζα για τη λήψη στεγαστικού δανείου, ιδιωτικής δηλαδή ανάγκης) ήταν απολύτως ορθή και συμβατή με την ερμηνεία των διατάξεων του Ν 2251/1994», επισημαίνει ο Γιώργος Καλτσάς.
70.000 δανειολήπτες
Το ζήτημα απασχολεί περίπου 70.000 δανειολήπτες, που έλαβαν δάνεια σε ελβετικό φράγκο κατά την περίοδο 2007-2009. Σε μία περίοδο υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου, ορισμένες τράπεζες προώθησαν τα εν λόγω δάνεια με εκτεταμένες διαφημιστικές καμπάνιες, τόσο με διαφημιστικά φυλλάδια στα καταστήματα όσο και με πλήθος διαφημιστικών σποτ . Η διαφημιστική τους προώθηση στηρίχθηκε αποκλειστικά στην χαμηλή δόση και στο χαμηλό επιτόκιο λόγω libor.Στην πορεία άρχισε να μεταβάλλεται σοβαρότατα η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε βάρος του ευρώ. Η Ευρώπη βυθίζονταν στην κρίση, το ευρώ βυθίζονταν έναντι των άλλων νομισμάτων και ιδιαίτερα του ελβετικού φράγκου και οι δόσεις των δανειοληπτών σε συνάλλαγμα και ελβετικό φράγκο αυξάνονταν υπέρογκα (35% περίπου κατά μέσο όρο). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας στα μέσα Σεπτεμβρίου 2011, η οποία προκειμένου να αναχαιτίσει τη δραματική ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έθεσε ανώτατη τιμή στην ισοτιμία του νομίσματός τους στο 1,220 έναντι του ευρώ. Απόρροια όλων των παραπάνω, ήταν και εξακολουθεί να είναι, οι δανειολήπτες να επιβαρυνθούν σημαντικά.
Η πρωτόδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά προστίθεται σε έναν αριθμό αντίστοιχων αποφάσεων ελληνικών δικαστηρίων, που -αν και περιορισμένες- αποτιμώνται θετικά από τους δανειολήπτες, ενώ αντίστοιχες υποθέσεις έχουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ήδη στις 30 Απριλίου 2014 το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λουξεμβούργο), αποφάνθηκε, τελικά, για την υπόθεση C-26/13 Árpád Kásler και Hanjanlka Káslerné Rábai κατά ΟΤΡ Jelzálogbank Zrt, που αφορούσε (Ούγγρους) δανειολήπτες, οι οποίοι στα εθνικά Δικαστήρια της Ουγγαρίας είχαν δικαιωθεί και αναγνωρίστηκε να αποπληρώνουν το στεγαστικό δάνειο που είχαν λάβει σε ελβετικό φράγκο, με βάση την ισοτιμία εκταμίευσης και όχι την τρέχουσα της καταβολής των δόσεων. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια της προστασίας του καταναλωτή, σύμφωνα με την οδηγία 93/13, αποφάσισε ότι η ρήτρα της συναλλαγματικής ισοτιμίας μπορεί να ελεγχθεί ως προς την καταχρηστικότητά της όταν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο που δεν γίνονται σαφείς και κατανοητοί για τον εν λόγω καταναλωτή οι οικονομικοί λόγοι που οδήγησαν στην εισαγωγή της συμβατικής αυτής ρήτρας στη σύμβαση, καθώς και η σχέση της με τις υπόλοιπες συμβατικές ρήτρες και οι οικονομικές συνέπειες αυτής, διότι καταλύεται η αρχή της διαφάνειας.